Ας μεταφερθούμε για λίγο στη μακρινή Βραζιλία σε μία πόλη κοντά στο Ρίο Ντε Τζανέιρο, την Πετρόπολις. Βρισκόμαστε, λοιπόν, εν έτει 1942, τότε που ένας ευρωπαίος συγγραφέας και η γυναίκα του αποφασίζουν να δώσουν τέλος στη ζωή τους αποκαρδιωμένοι από τα πρόσφατα γεγονότα στη Γηραιά Ήπειρο και τη φρίκη που σκόρπισε ο ναζισμός. Ο λόγος, βέβαια, για τον Στέφαν Τσβάιχ (Stefan Zweig).
Νομίζω, όμως, πως η λέξη “συγγραφέας” είναι από μόνη της πολύ πτωχή για να περιγράψει έναν άνθρωπο, ο οποίος κατά τη διάρκεια της όχι και τόσο μακρόχρονης ζωής του ασχολήθηκε τόσο με τη λογοτεχνία και την ποίηση όσο και με τη δημοσιογραφία, τη φιλοσοφία, αλλά και την πολιτική. Ίσως βέβαια αυτό έκαναν οι άνθρωποι τότε, καταπιάνονταν με πολλά πράγματα. Ποιος, όμως, αλήθεια θα μπορούσε να αμφισβητήσει το έργο ενός από τους πιο πολυμεταφρασμένους συγγραφείς στον κόσμο;
Λίγο πριν αυτοκτονήσει, ο Τσβάιχ απέστειλε την τελευταία του νουβέλα στον αμερικανό εκδότη του. Πρόκειται για το βιβλίο “Σκακιστική Νουβέλα“, μια ιστορία που εκτυλίσσεται πάνω στο καράβι, καθώς ταξιδεύει από τη Νέα Υόρκη προς τη Βραζιλία. Στο ταξίδι αυτό θα συναντηθούν και θα βρεθούν αντιμέτωπες δύο πολύ διαφορετικές μεταξύ τους προσωπικότητες. Από τη μια, ο παγκόσμιος πρωταθλητής στο σκάκι, Μίρκο Τσέντοβιτς, και, από την άλλη, ο δρ. Μπ., μια αναμφίβολα αινιγματική φιγούρα. Ο συγγραφέας, γνωστός για το ταλέντο του να ψυχογραφεί χαρακτήρες, μας παρουσιάζει το χάσμα ανάμεσα στην κατά τα άλλα κενή και επίπεδη μεγαλοφυία του σκακιού και στον πολλά υποσχόμενο και μυστηριώδη τύπο, ο οποίος παρότι άσημος φαίνεται να κερδίζει τις εντυπώσεις.
Η “Σκακιστική Νουβέλα” είναι κάτι πολύ παραπάνω από μία παρτίδα σκάκι και το ποιος τελικά θα νικήσει έχει μικρή σημασία. Είναι μια ιστορία για το “ύπουλο βασανιστήριο της μοναξιάς”, για τον ψυχολογικό πόλεμο που κήρυξαν οι Ναζί, για τον “διχασμό της συνείδησης σε ένα μαύρο Εγώ και σε ένα λευκό Εγώ”, για το παράδοξο του να παίζει κανείς σκάκι με αντίπαλο τον εαυτό του. Παρουσιάζει ένα βασανιστήριο, διαφορετικό από αυτά που βίωναν οι άνθρωποι στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, κατά τη διάρκεια του οποίου μια σκέψη, μια λέξη, ένα βιβλίο αποτελούν τη μοναδική σανίδα σωτηρίας αλλά ταυτόχρονα και την αρχή μιας αναπόφευκτης παραφροσύνης.
Αυτή, λοιπόν, η σύντομη αλλά συνάμα συναρπαστική ιστορία, στην οποία ο Τσβάιχ επιστρατεύει όλη του τη μαεστρία, υπόσχεται να ικανοποιήσει ακόμα και τους πιο απαιτητικούς αναγνώστες.