Κάποιος, κάπου, κάποτε

Ένα λουλούδι άνθισε στο δρόμο

καθώς ο ήλιος κελαηδούσε τις αχτίδες του.

Μια πεταλούδα κάθισε στον ώμο,

εκείνου που χαμόγελο φορούσε τις ελπίδες του.

Κάποια πουλιά χαράξανε στον ουρανό τη μέρα.

Μια κουρτίνα άνοιξε σαν στοργική αγκαλιά,

πότισε ευγενικά ο ουρανός κάποιου κήπου την ξέρα

και σαν μαγεία ανθίσαν τα μοναχικά κλαδιά.

Κάποιο πρόσωπο έλαμψε, θαρρείς από ευτυχία,

νωρίς τα ξημερώματα, διώχνοντας το σκοτάδι.

Κάποιος κάποτε θά ‘νιωσε μια κάποια ελευθερία

και κάποιος κάπου χάρισε ένα σωτήριο χάδι.

Κάποιος είπε πως ένιωσε παρούσα την αγάπη,

στον κόσμο που τον πνίγει η απουσία.

Κάποιος για λίγο ξέχασε του κόσμου την απάτη

κι ένιωσε μιαν ευγενικιά χαράς μελαγχολία.