Κάποτε, ένας όμορφος άνθρωπος γνώρισε τυχαία έναν εξίσου ωραίο άνθρωπο. Από την πρώτη στιγμή υπήρξε οικειότητα και αμοιβαία έλξη, λες και γνωρίζονταν από πάντα, λες και προορίζονταν ο ένας για τον άλλον. Πώς φτάσαμε όμως ως εδώ και πώς μπορούμε να μιλάμε για κάτι τόσο απόλυτο; Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Γυρίζοντας στον Πλάτωνα, βλέπουμε σε ένα μέρος όπου ο χωροχρόνος είναι ανύπαρκτος, τις ψυχές να κυκλοφορούν με τα φτερά τους ελεύθερες, ως όλον. Κάποιες από αυτές όμως έχασαν αυτή τους την υπόσταση και έτσι βίαια διασπάστηκαν στα δύο και εισήλθαν σε ανθρώπινα σώματα, καταδικασμένες να ψάχνουν αιωνίως το χαμένο κομμάτι τους.
Όταν λοιπόν ερωτευόμαστε, είναι σα να διακρίνουμε στον άλλον, μέσω της όρασης, ένα κομμάτι της ψυχής μας, αυτό, ίσως, το κομμάτι που χάθηκε. Είναι σαν εκείνη τη στιγμή κάτι να συνταιριάζει ανάμεσα στα δύο άτομα και να συμπληρώνεται εκείνο το ανεξήγητο κενό, που υπάρχει μέσα στον καθέναν από μας, χωρίς λόγο.
Και κάπως έτσι φτάνουμε στο σήμερα. Σε μια κοινωνία απρόσωπη, όπου οι αξίες έχουν υποπέσει και όλοι πατούν επί πτωμάτων για να αναδειχθούν. Ακόμη και υπό αυτές τις συνθήκες, οι πλατωνικές ψυχές βρίσκουν τον τρόπο να ενώνονται. Και δεν εννοώ μέσω του διαδικτύου. Όχι! Σε αυτές τις ψυχές αρέσει να βγαίνουν έξω, να αντικρίζουν τον άλλο στα μάτια και να βλέπουν τόσο βαθιά, ώστε να φθάνουν και να κοιτούν μπροστά τους έναν καθρέφτη με τα κομμάτια που λείπουν απ’ τον δικό τους. Έτσι γίνεται απευθείας αυτή η σύνδεση, το λεγόμενο “κλικ”, λες και γνωρίζονται χρόνια, λες και ξαναβρήκαν κάτι που τους έλειπε.
Κάποιοι, σε αυτήν τη ζωή τουλάχιστον, ίσως να μην μπορέσουν ποτέ να γνωρίσουν αυτό το ιδιαίτερο άτομο. Για όσους όμως το γνωρίσουν ή το έχουν ήδη γνωρίσει, είναι κάτι το μοναδικό. Όπως και οι ήρωές μας, που τυχαία τα βλέμματά τους συναντήθηκαν στο παρελθόν και το ίδιο γρήγορα ξεχάστηκαν κι όμως, η μοίρα τους έφερε κοντά και πάλι, για να γίνουν οι ματιές μόνιμες και εκεί να συνειδητοποιήσουν ότι αυτό που αισθάνονται ο ένας για τον άλλον είναι κάτι εντελώς πρωτόγνωρο. Τέτοιου είδους σχέσεις, άπαξ και δημιουργηθούν, είναι πολύ έντονες και πάντα βρίσκουν τον τρόπο τους τα άτομα να επικοινωνούν. Και οι δύο είναι πολύ ευτυχισμένοι ο ένας με τον άλλον και κάτι πάντα τους τραβάει για να είναι μαζί.
Όμως, με την ίδια ένταση έρχονται και οι τσακωμοί με το πέρασμα του χρόνου. Ακόμα και εκεί βρίσκουν τον τρόπο τους και δεν μπορούν να μείνουν ο ένας μακριά απ’ τον άλλον. Η καθημερινότητα όμως είναι σκληρή και τους προσγειώνει απότομα: υποχρεώσεις, κακεντρεχείς άνθρωποι να ασκούν την επιρροή τους και γενικότερα οδηγούνται να μην υπάρχει ο ένας στη ζωή του άλλου, παρά μόνο σαν παράσιτο. Όλα αυτά συνεπάγονται συχνές ρήξεις.
Με όλα αυτά να συμβαίνουν, οι πρωταγωνιστές μας καταλήγουν και πάλι να γίνονται δυο ξένοι, που ίσως κάποτε η ζωή θελήσει να τους φέρει κοντά. Γιατί αυτές οι ψυχές πάντα βρίσκουν τον τρόπο τους να ενωθούν στο πέρασμα του χρόνου.
Ή μήπως τελικά η πραγματικότητα υπερτερεί και όλο αυτό είναι αρκετά εξιδανικευμένο;