Κάνε δουλειά σου

Κάνε δουλειά σου. Αλλά μην ξεχνάς αυτό το κάτι πράσινο. Μην βιάζεσαι να αφήσεις το μυαλό σου να ανατρέξει σε δεκάδες συνειρμούς σχετικά με τη λέξη “πράσινο”. Το έχεις κι εσύ αυτό το κάτι πράσινο. Ναι, μην συνοφρυώνεσαι και μην νιώθεις άσχημα. Κι εγώ το έχω.

Ξέρεις εκείνες τις στιγμές που σε κυριεύει εκείνο το ισοπεδωτικό σφίξιμο στο στομάχι και στο πίσω μέρος του κρανίου, τα μισογουρλωμένα γυαλιστερά μάτια που όμως μοιάζουν οριακά ανέκφραστα, οι τύψεις ότι αυτό που νιώθεις δεν είναι σωστό. “Πώς γίνεται εγώ να ζηλεύω;” ρωτάς και ξαναρωτάς αναζητώντας κάποιον να σε καθησυχάσει, να σου πει πως δεν πειράζει. Αλλά και να στο πει δεν θα πειστείς.

Τότε ξεκινάνε οι ηττοπαθείς και αυτομειωτικές σκέψεις τύπου “δεν πρέπει να ζηλεύεις”, που στριφογυρνούν στο μυαλό σου σαν εκείνο το ανώνυμο πιασάρικο κομμάτι, ο ξεχασμένος τίτλος του οποίου σε βασανίζει μέρες μέχρι να τον ανακαλύψεις τυχαία στο ραδιόφωνο μιας “περαστικής” καφετέριας – όταν αυτή ήταν ανοιχτή. Αυτό το κάτι πράσινο ζει μέσα μου, ένας εκνευριστικός, παρασιτικός και ακάλεστος συγκάτοικος που απλώνεται με θράσος στον προσωπικό μου χώρο, και θέλω να φύγει αλλά δεν ξέρω πώς ή δεν έχω το θάρρος να του το ζητήσω… Σε έκαψα, είμαι σίγουρη. Μείνε όμως λίγο ακόμη μαζί μου.

Η μόνη στιγμή που σταμάτησα να ταλαιπωρούμαι από τις διαβρωτικές σκέψεις ήταν η στιγμή που έχτισα δωμάτια στο σπίτι μου. Σε ένα από αυτά φιλοξένησα τη ζήλια. Εκείνο το κάτι πράσινο που σου έλεγα. Έτσι τη φαντάζομαι. Σαν το μαλλιαρό πράσινο “Κριντζ”, τον παιδικό κινηματογραφικό χαρακτήρα (σου παραχωρώ λίγα δευτερόλεπτα για να αναζητήσεις τον χαρακτήρα στο διαδίκτυο- αν τον ήξερες ήδη σε συμπαθώ λίγο περισσότερο). Στην αρχή εκείνη παραξενεύτηκε, αιφνιδιάστηκε. Με κοιτούσε με καχυποψία και με έσπρωχνε για να φύγει. Όμως της έδωσα μια πολυθρόνα για να καθίσει. Και μια κουβέρτα. Και ένα ζεστό κάτι, ένα τσάι, έναν καφέ, ό,τι ήθελε εκείνη. Και έβαλα χρώματα στο δωμάτιο, ήρεμα, γήινα, ανθρώπινα. Και μουσική που στα αυτιά της αντηχούσε μελωδική. Και την υποδέχτηκα με τον καλύτερο τρόπο που μπορούσα. Ήξερα ότι μένει πλέον μαζί μου, ότι πάντοτε έμενε.

Και συνέχισα να κάνω το ίδιο και με εκείνο το φαινομενικά ατελείωτο κάτι μπλε, με τη στεναχώρια… Και με εκείνο το κάτι κόκκινο, τον παθιασμένο ή μασκαρεμένο θυμό… Και εκείνο το κάτι μωβ, το ζωτικής σημασίας αλλά και συνάμα παγιωτικό κάτι, τον φόβο… Και έβαλα όλα τα χρώματα μέσα στο σπίτι μου. Ακόμη και εκείνο το κάτι μαύρο, το σκοτάδι μου. Εκείνο το κοίταξα κατάματα, με νεύμα αναγνώρισα την παρουσία του και το αγκάλιασα πιο σφιχτά από όλα. Και ξαφνικά κατάλαβα πόσο χρώμα έχει.

Και καθώς έχτιζα δωμάτια στιγμιαία ένιωσα πλέον ότι το σπίτι μου ήταν πιο ζεστό. Πιο ειλικρινές. Πιο ασφαλές. Και ότι είχε ένα δωμάτιο που δεν είχα χτίσει εγώ. Άνοιξα διστακτικά την πόρτα. Άναψα το φως.

Και αντίκρισα τον εαυτό μου να κάθεται ήρεμος και χαρούμενος, κουλουριασμένος σε μια κουβέρτα στην πολυθρόνα. Έναν εαυτό αληθινό. Έναν εαυτό που πονά. Που συμπονά. Που απογοητεύεται. Που γοητεύεται. Που είναι αντιπαραγωγικός. Που είναι αντικοινωνικός. Που είναι γκρινιάρης. Χαδιάρης. Ξεχασιάρης. Παρανοϊκός. Κουραστικός. Αγχώδης. Ενθουσιώδης. Ερωτευμένος. Πληγωμένος. Ταραγμένος. Τρομαγμένος. Τρωτός. Τετραπέρατος. Ανασφαλής. Ειλικρινής. Χαοτικός. Χαμένος-οριακά σαν τραγούδι της Μποφίλιου ή σατιρική περιγραφή των Ράδιο Αρβύλα. Που είναι άνθρωπος. Και άφησα την πόρτα ανοιχτή. Και όλες τις άλλες το ίδιο. Για να μην νιώσει ποτέ μόνος του. Για να μη νιώσω έτσι κι εγώ.

Ίσως αυτό να σου ακούγεται κλισέ και μελό, πράγμα που δε με πειράζει, αλλά θαρρείς πως είσαι αρκετά ειλικρινής ώστε να επισκεφτείς το δικό σου δωμάτιο; Και αρκετά θαρραλέος ώστε να αφήσεις την πόρτα ανοιχτή;

Κάνε δουλειά σου. Αλλά μην το ξεχνάς.