Μια γέφυρα που αργεί

Όποτε πνίγετ’ η Γη μας•

δυό σφαίρες μακριά

η μία απ’ την άλλη.

Μια πηχτή και μαύρη

σαν το σκότος

που θολώνει ενα νού.

Η άλλη λευκή

σαν τη ματιά

του τυφλωμένου μυαλού.

Κι όσοι το σύμπαν

αντικρύσαν το αυθεντικό

(ενδιάμεσα, γκρί)

για ένα παράπονο είπαν:

Ότι μες στο κενό

δεν ανθίζει ζωή.

Μια γέφυρα που αργεί

είναι της προόδου ο θάνατος.