Απόψε διανυκτερεύω. Η νύχτα δεν γνωρίζει από καλούπια και αυτό το κείμενο είναι παιδί της. Κατάλαβα πως γράφω πιο ωραία όταν γνωρίζω πως δεν με διαβάζει κανείς. Γι’ αυτό θα προσποιηθώ πως αυτό το κείμενο δεν θα ανέβει πουθενά και εσύ θα προσποιηθείς ότι δεν το διαβάζεις. Και μόλις τελειώσεις την ανάγνωση, θα το ξεχάσεις, σαν να μην το διάβασες ποτέ.
Κάθομαι στο μπαλκόνι και ο ουρανός είναι μαύρος. Πασχίζω να ξεχωρίσω κάποιο αστέρι, αλλά τα φώτα της πόλης τα κρύβουν. Από τις μεγαλύτερες μικρές αδικίες του σύμπαντος είναι αυτή∙ να γνωρίζεις πως απλώνονται από πάνω σου, άναρχα δομημένα, αμέτρητα αστέρια αλλά να στερείσαι την απολυτρωτική τους λάμψη.
Οι αναμνήσεις μου πάλι, φωτεινές και πολύχρωμες. Ε το λοιπόν, ένα περίεργο πράγμα, πριν την καραντίνα ό,τι μνήμες είχα έπαιζαν στο μυαλό μου ασπρόμαυρες, σαν ταινία νουάρ. Τώρα, μετά την καραντίνα, λες κι έρχονται στο νου μου στεφανωμένες με φώτα νέον. Φωτεινές, πολύχρωμες και θορυβώδεις. Κι εγώ – ιδανικά – θα την εκτιμούσα σήμερα λίγη ησυχία. Ένας απέραντος καθρέφτης απόψε η νύχτα, μακάρι να μπορούσα να τον σπάσω και να κλειδώσω μέσα τον χρόνο. Κι όποτε μου κάνει κέφι, να τον πειράζω. Αλλά ο χρόνος δεν καταδέχεται τέτοια πειράγματα.
Δεν έχω χειρότερο από τη νοσταλγία. Με παιδεύει απ’ όλα τα συναισθήματα, πιο πολύ. Κι η νοσταλγία συμπορεύεται με την υπερβολή κι εγώ έχω καταντήσει να μου λείπει ακόμα και η εσάνς του Θερμαϊκού. Δεν την εκτιμάνε οι Θεσσαλονικείς την πόλη τους αρκετά. Ένα ατέλειωτο Πανεπιστήμιο αυτή η πόλη, γεννάει όνειρα. Σε άλλους τόπους τα όνειρα πεθαίνουν.
Δεν θέλω να βγει αυτό το κείμενο άλλο ένα καραντινάτο απόσταγμα θετικότητας. Δεν είναι αυτός ο σκοπός του, και θα ήταν υποκριτικό άλλωστε, γιατί εγώ όλη μέρα σήμερα προσπαθώ να ξανασμίξω το μυαλό μου με τη χθεσινή μου ευφορία. Κι είχα τη δημιουργική αφέλεια να πιστεύω πως θα τα καταφέρω. Ματαίως. Συνεχίζω καταπατώντας την αρχική μου υπόσχεση να μη βάλω καλούπια, γιατί αρχίζει να μοιάζει με σελίδα ημερολογίου αυτό που γράφω, κι ας ξεκίνησε σαν επιστολή χωρίς παραλήπτη. Κι όπως κάθε σελίδα ημερολογίου, κάποια στιγμή θα ανατρέξω πίσω σε αυτήν και θα αναλογιστώ πόσα άλλαξαν.
Σε ένα μήνα από τώρα, θέλω να έχω διαβάσει περισσότερα βιβλία και να έχω γράψει περισσότερα κείμενα από όσα μπορούν να καταναλωθούν.
Σαν σήμερα ένα χρόνο μετά θέλω να έχουμε προσέξει αρκετά∙ γιατί αν δεν προσέξουμε, από την καραντίνα θα μας μείνει μια μυρωδιά αντισηπτικού και κάνα δυο τσαλακωμένα, υγρά μαντηλάκια. Ίσως και καμιά μάσκα ή κανένα σκισμένο γάντι. Ενθύμια ημερών που τελικά δεν μας δίδαξαν τίποτα. Και τα ποδήλατα θα ξανακλειδωθούν στην αυλές και τα βιβλία θα σκονίζονται στις βιβλιοθήκες και τους ανθρώπους μας θα τους ξεχνάμε – και δεν απέχει πολύ να γίνουν οι άνθρωποί μας απλά άνθρωποι, χωρίς το μας. Κι εγώ θα ξαναρχίσω να λέω όχι στους φίλους μου. «Όχι, δεν έχω όρεξη να βγω σήμερα. Θα βγούμε αύριο, δεν χάθηκαν οι μέρες». Και οι μέρες θα χάνονται, και θα περνάει η ζωή περιμένοντας να την ζήσουμε. Οι άνθρωποι τείνουν να μην εκτιμούν αυτά που έχουν, μέχρι να τα χάσουν.
Σήμερα αυτό που ήθελα ήταν να σμίξει το μυαλό μου με τη χθεσινή μου ευφορία.
Από αύριο δεν θέλω να με εκβιάσω ξανά να νιώσω το οτιδήποτε. Σπουδαίο πράγμα η ευφορία, αλλά έχει καταστεί ιδεοληψία σχεδόν, κι εγώ ιδεοληπτική δεν ήμουν ποτέ∙ Και το ασυνείδητο μου εμένα εκπέμπει ήχους φάλτσους σαν πάει το συνειδητό να επιβληθεί. Από αύριο λοιπόν θα ντύνομαι κουράγιο και θα ανακηρύσσω κυρίαρχο της διάθεσής μου όποιο συναίσθημα το αξίζει. Και θα το κάνω σημαία μου και θα το ανεμίζω στο μπαλκόνι. Είναι τοξική η ευφορία όταν είναι καταναγκαστική. Και θα ήμασταν – μήπως είμαστε; – τοξικά χαρούμενοι σε έναν κόσμο που εμμέσως πλην σαφώς μας υπαγορεύει πώς να νιώσουμε.
Κι ας είμαστε αισιόδοξοι μέσα στη μελαγχολία μας. Έτερον εκάτερον.
Comments are closed.