Εισαγωγή
Είναι αρχές Μάρτη, η άνοιξη κάνει δειλά την εμφάνισή της στην έρημη συμπρωτεύουσα. Tα βράδια ωστόσο παραμένουν ψυχρά και νωπά από αυτήν τη γνώριμη υγρασία της πόλης που σχεδόν μπορείς να γευτείς. Στο παρελθόν, ακόμη και το πιο τσουχτερό ψύχος δεν κατάφερε να πτοήσει τον κόσμο από το να βγει και να ξεφαντώσει. Τι συνέβη τώρα;
Σάββατο μεσάνυχτα, κάποτε το κέντρο της πόλης ήταν γεμάτο μεθυσμένες παρέες και φωνές που φανέρωναν καλοπέραση. Μερικοί ήταν έξω για να περάσουν καλά, άλλοι για να δείξουν ότι περνάνε καλά. Θα αναρωτιέται κανείς ποιοι είναι περισσότεροι. Ο καθένας άνοιγε την εξώπορτα του σπιτιού του για δικούς του λόγους. Πολλά τα βράδια που αφήναμε τη ζεστασιά του κρεβατιού μας με όνειρα φτιαγμένα από φθηνό σεξ και ακριβή διασκέδαση. Τότε αντίκρυζες την πόλη που δεν κοιμάται ποτέ με τα εκατοντάδες μπαράκια που έγιναν στέκια, τα κλαμπ και τις γεμάτες πλατείες. Να κουβαλούν στην πλάτη τους τη νυχτερινή διασκέδαση όλου του βορρά. Πλέον, αντ’ αυτού παρατηρείς τα άδεια άψυχα σοκάκια να στέκονται στερημένα της ανθρώπινης συντροφιάς. Κέντρα ψυχαγωγίας φτιαγμένα από εμάς, για εμάς, άλλα χωρίς εμάς.
Μια απέραντη σιωπή κάλυπτε σαν αόρατο πέπλο την καρδιά της πόλης. Όμως, ξαφνικά αυτό άλλαξε. Ένας αιφνίδιος ήχος ταράζει τη νεκρική σιγή δημιουργώντας μια μικρή σχισμή στο κατά τ’ άλλα αψεγάδιαστο πέπλο. Βήματα γρήγορα, απότομα όμως ανάλαφρα· τρομάζουν μια αδέσποτη γάτα η οποία γυρίζει και αντικρύζει μια μικρή μαυροφορεμένη φιγούρα, από την οποία εξέχει μια σγουρή ξανθή τούφα, να κινείται άτακτα στα κάποτε πολυσύχναστα στενά της Άθωνος. Εξαφανίστηκε όσο απότομα εμφανίστηκε ανάμεσα στις σκιές των βουβών κτιρίων. Αμέσως πίσω της περνάει ένα περιπολικό με αναμμένες τις σειρήνες να φωτίζουν τους τοίχους του στενού με τα παρδαλά τους χρώματα. Το όχημα σταματά απότομα στο ύψος του στενού. Δύο αστυνομικοί εξετάζουν σχολαστικά το σκοτεινό δρομάκι χωρίς να αποχωριστούν τη ζεστασιά του περιπολικού τους. Τα μάτια τους βαριά αλλά ταυτόχρονα ξάγρυπνα, σα να τους ξύπνησε μόλις κάποιος ταραχοποιός από το βαθύ τους ύπνο και τώρα τον αναζητούν. Για μια στιγμή αναφωνεί ο ένας “Να τος! Tον βλέπω ρε μαλάκα!” και ξάφνου πετάγεται μέσα από το σοκάκι η ενοχλημένη πια γάτα. “Γαμώ το φελέκι μου. Ρε μπαγλαμά σου φαίνεται για άνθρωπος αυτό; Δεν υπάρχει ψυχή τέτοια ώρα.” απαντά ο δεύτερος . “Ρε μαλάκα σου λέω είδα κάποιον να τρέχει” συνεχίζει ο πρώτος. “Την κεφάλα σου την τρύπια είδες. Γκάβακα, ε γκάβακα! Οδήγα τώρα, εδώ θα τη βγάλουμε;!”. Ο οδηγός τότε πατάει το γκάζι διστακτικά, με το βλέμμα του ακόμη καρφωμένο στο σκοτεινό σοκάκι, και απομακρύνεται. Λίγο αργότερα η μαυροφορεμένη φιγούρα αναδύεται διστακτικά από το στενό “Ε τους κωλόμπατσους, παραλίγο να χάσω το Λούβρο!”.
ΤΑ ΗΣΥΧΑ ΒΡΑΔΙΑ
Ήταν μια μικροκαμωμένη κοπέλα, με την πρώτη ματιά έμοιαζε δεκαπέντε χρονών. Μικρό σουλούπι γύρω στο 1.65. Μια τούφα και κάτι φύτρες προδίδουν τα σταρένια της μαλλιά, εξέχουν από το μαύρο της μπερεδάκι χορεύοντας στο ρυθμό του αέρα. Αν κοιτάξεις όμως λίγο καλύτερα στα γαλανά της μάτια θα δεις τους μαύρους κύκλους και ένα πονηρό βλέμμα που μόνο με χρόνια καλής φοιτητικής ζωής μπορείς να αποκτήσεις. Από κάτω τα μάγουλά της σα δυο ρόδινες μέδουσες χορεύουν πάνω στο γαλακτώδες δέρμα της. Το πορφυρό τους χρώμα ίσως οφείλεται στο κρύο. Ίσως να έχει πιει και λίγο. Πιθανόν και τα δύο.
Θα αναρωτιέται κανείς, τι γυρεύει μια μικροκαμωμένη κοπέλα στο κέντρο της Θεσσαλονίκης τα μεσάνυχτα εν μέσω πανδημίας, και τι είναι αυτά που λέει για το Λούβρο. Όλοι είναι αναγκασμένοι να κάθονται στα σπίτια τους άλλωστε, μετά τις εννέα το βράδυ υπάρχει αυστηρή απαγόρευση κυκλοφορίας. Μπορούν μονάχα να αναπολούν τις μέρες που ήταν ελεύθεροι να παρτάρουν μέχρι το πρωί, δίχως μάσκες και περιορισμούς. Έτσι και αυτή. Αν την ρωτήσεις θα σου πει ότι την έζησε τη φοιτητική της ζωή, και με το παραπάνω. Η πόλη αυτή όμως την τράβηξε και δε γύρισε πίσω στον τόπο της. Στο κάτω-κάτω είναι δύσκολο να αποχωριστείς τις αναμνήσεις σου, ακόμη πιο δύσκολο εάν είναι οι καλύτερες αναμνήσεις της ζωής σου μέχρι τώρα. Λένε, “αργός ο θάνατος για αυτούς που ζουν στο παρελθόν”. Ίσως, ποιος ξέρει; Αυτή το ήξερε, ή τουλάχιστον το είχε ακούσει. Παρόλ’ αυτά, εκείνο το βράδυ, μερικές ώρες πριν, χάζευε φωτογραφίες από ταξίδια που είχε πάει με την φίλη της την τζίνι. Βερολίνο 2019, έγραφε ο φάκελος, ένας από τους αμέτρητους φακέλους στο σκληρό δίσκο που είχε συνδεδεμένο στο λάπτοπ της. Το πίσω μέρος του οποίου κοσμούν αυτοκόλλητα από αμέτρητα event, συναυλίες, TEDx, μουσεία. Ήταν ένα κολάζ γεμάτο αναμνήσεις. Όχι μόνο αυτό, παντού μέσα στο σπίτι θα έβρισκες αφίσες, αποκόμματα από εισιτήρια και φωτογραφίες πολαρόιντ κολλημένες στους τοίχους. Με την πρώτη ματιά ήταν κάπως άτακτα τοποθετημένα, μια οχλαγωγία χρωμάτων κολλημένα με διάφανο, κιτρινισμένο από τον χρόνο, σελοτέιπ. Όσο όμως το παρατηρείς, σιγά σιγά, όλο το σπίτι μετατρέπεται σε ένα μωσαϊκό σχεδιασμένο έτσι· ώστε κάθε κομμάτι να συμπληρώνει το άλλο, κάθε φωτογραφία, κάθε αφίσα μέχρι και το πεταμένο περιτύλιγμα σοκολάτας στο πάτωμα έμοιαζε να απορροφάται από αυτό το ανώμαλο έργο ενός ανισόρροπου καλλιτέχνη.
Συντροφιά της πια ένα κόκκινο ημίγλυκο. Δε συνήθιζε να πίνει μόνη της στο σπίτι, άλλωστε σπάνια την έβλεπε το σπίτι της. Ξεκίνησε στην πρώτη καραντίνα μαζί με την τζίνι, κάθε συνάντηση και ένα διαφορετικό κρασί. “Τρίψε ένα μπουκάλι κρασί και η τζίνι θα εμφανιστεί για να πραγματοποιήσει τις αλκοολικές ευχές σου” έλεγε η παρέα. Στην πραγματικότητα την τζίνι την λένε Έλενα, ή τουλάχιστον έτσι την είχαν βαφτίσει, αλλά γι’ αυτήν είναι η τζίνι .”Δεν είμαστε μπεκρήδες” έλεγε η τζίνι, “απλά κάνουμε έρευνα αγοράς”. “Τι έρευνα μωρή, εσύ ήπιες ένα μπουκάλι σχεδόν;” .”Και πώς θα ξέρω τι χανγκόβερ κάνει η μαλακία” απαντούσε γελώντας η τζίνι.
Τώρα γνωρίζει τι χανγκόβερ κάνει σχεδόν κάθε ταμπέλα που θα βρεις στο κοντινότερο σούπερ μάρκετ, μα δεν την απασχολεί πια ο πρωινός πονοκέφαλος, ή τουλάχιστον έχει αποδεχθεί ότι είναι το τίμημα που πρέπει να πληρώσει για την ηρεμία που της προσφέρει το προηγούμενο βράδυ. Για κάποιο λόγο ο ύπνος πλέον έρχεται δύσκολα και δεν αντέχει να μένει ξύπνια τα βράδια. Έχει πολλή ησυχία. Αρκετή για να ακούς τις σκέψεις σου , σκέψεις που μπορούν να σε τρελάνουν. Όμως ένα ποτηράκι τις σωπαίνει και ένα μπουκαλάκι, όπως και στην προκειμένη περίπτωση, τις πνίγει. Αν το αλκοόλ δε φτάσει στον εγκέφαλο, δεν μπορείς να πνίξεις τις σκέψεις σου. Εάν δε φτάσει ως επάνω, αυτές κολυμπάνε ώσπου να κατέβει η παλίρροια και ξεκινούν πάλι αμέσως μόλις βρουν στεριά πάνω σε ανασφάλειες και φόβους.
Θα έπρεπε να ήταν στο Παρίσι τώρα με την τζίνι. Έτσι γράφουν τα εισιτήρια τουλάχιστον, αλλά η ζωή τα φέρνει αλλιώς. Είχαν σκοπό να εξερευνήσουν τα στενά, τα μπαρ και τα καφέ στα οποία κάποτε σύχναζαν ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ , ο Πάμπλο Πικάσο και όλοι οι τρανοί καλλιτέχνες του 20ού αιώνα οι οποίοι πέρασαν από τη μαγευτική αυτή πόλη. Αλλά όπως είπα, η ζωή είχε άλλα σχέδια τόσο για αυτήν όσο και για την τζίνι.
Κλικ, κλικ, κλικ, ο ήχος του ποντικιού ακούγεται σχεδόν ρυθμικός καθώς πατάει για να δει την επόμενη φωτογραφία. Τα μάτια της, όμως, κοιτούν ανέκφραστα την οθόνη χωρίς να εστιάζουν. Ένα μυαλό θολωμένο από ελαφρύ αλκοόλ και βαριά τσιγάρα κάνει σκέψεις που δεν ψάχνουν λογική. Η ώρα πήγε δώδεκα, η λίστα με τραγούδια στο youtube έχει παγώσει και αυτή η γνώριμη και απεχθής ησυχία τρυπώνει πάλι στο μικρό της διαμέρισμα σαν τον καπνό από το τσιγάρο της, αθόρυβη και θανάσιμη. “Πόσος καιρός πέρασε άραγε από εκείνη τη μέρα; Ποιος μετράει κιόλας πλέον να μου πεις. Σημασία έχει ότι έγινε. Σημασία έχει ότι δε θα πάμε ταξίδι”. Παρά τα λόγια της, κάτι μέσα της δεν την άφηνε να εγκαταλείψει πλήρως την ιδέα αυτού του ταξιδιού.
Ο ΔΡΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
12:01. Η ώρα περνάει βασανιστικά αργά. Πόσες λέξεις χωράνε άραγε μέσα σε ένα λεπτό; Πόσες αντέχει ο νους; Το διαμέρισμα μοιάζει να μικραίνει μπροστά στα μάτια της και αυτή μαζί του χάνει λίγο λίγο τον εαυτό της. Στον τοίχο αριστερά της κρέμεται ένας μικρός καθρέφτης. Η αντανάκλασή της ακατάστατη και κουρασμένη, από το πρωί φορά τις ίδιες καρό πιζάμες που πλέον σπάνια αποχωρίζεται. “Τι τους θέλουμε τους καθρέφτες; Ποτέ δεν ‘λέγαν την αλήθεια, ακόμα και στα παραμύθια”. “Τώρα θά ’πρεπε να είμαι στο Παρίσι.” σκέφτηκε παρατηρώντας τις ανιαρές πιτζάμες της. “Άμα πιω τον κώλο μου ίσως και να πάω. Έχω πιει αρκετά και θα πιω κι άλλο. Έτσι θα φτάσω στο Παρίσι. Μια γουλιά είναι ένα βήμα πιο κοντά” μονολόγησε σιωπηλά.
Αν της ζητούσες να σου δώσει τον ορισμό της ελευθερίας θα σου έλεγε, «Η ελευθερία είναι αλμυρό νερό. Στην αρχή κολυμπάς στα ρηχά εκεί που το βλέμμα της μάνας μπορεί ακόμα να επιβλέπει το παιδί της. Ντυμένο με εκείνη τη λευκή επίστρωση αντιηλιακού σε κάθε μέρος του σώματός του. Σα να το βούτηξε σε μια χύτρα με αντιηλιακό, όπως η Θέτιδα βούτηξε τον Αχιλλέα στο νερό της αθανασίας, μην αφήνοντας όμως καμία Αχίλλειο πτέρνα. Θα έλεγε κανείς ότι η Θέτις ήταν η τελευταία Ελληνίδα μάνα που έδωσε στο τέκνο της την ελευθερία να πεθάνει. Ύστερα μεγαλώνεις και αποχωρίζεσαι τα πομπώδη αυτά μπρατσάκια που τώρα δυσκολεύουν τις κινήσεις σου αλλά κάποτε σε κρατούσαν στην επιφάνεια. Με τον καιρό μπορείς να απομακρυνθείς μέχρι εκεί που το επιτρέπει η πλέουσα γραμμή της παραλίας, και το αγέρωχο βλέμμα του ναυαγοσώστη ή το πιο πιθανό του πατέρα σου, μπορεί ακόμα να σε παρακολουθεί. Μόλις περάσεις όμως αυτήν τη γραμμή, κάπου μετά την ενηλικίωση, δεν είσαι πια στην παράλια. Δεν μπορείς να κρατήσεις το κεφάλι σου στην επιφάνεια περπατώντας ακροποδητί πια, πρέπει να κολυμπήσεις. Μπροστά σου ένα σώμα αλμυρού νερού γεμάτο περιπέτεια και τρόμο. Εξωτικά νησιά για να ξαποστάσεις και να διασκεδάσεις με την ψυχή σου, μόνο και μόνο για να ξαναβουτήξεις αμέσως μετά στην απεραντοσύνη του ωκεανού και να παλέψεις εκ νέου με τα πελώρια κύματα και τα θανατηφόρα κύτη. Χρόνια αγωνίστηκες για να φύγεις από αυτήν την παραλία, με μυαλό φουσκωμένο από ηρωικές ιστορίες και επίγειους παράδεισους. Αυτό είναι η ελευθέρια, ένας ωκεανός που εσύ έχτισες. Κάθε μέρα διεκδικείς μια γουλιά, και γουλιά γουλιά ξεκλειδώνεις μια θάλασσα ελπίζοντας ότι δε θα πνιγείς μέσα στον ωκεανό που σου δόθηκε. Πως η απληστία σου για την ανεξαρτησία δε θα ηχήσει σαν ύβρις στα αυτιά του Ποσειδώνα. Για αυτό πρέπει να διεκδικείς την ελευθερία σου, να παλέψεις και να κάνεις θυσίες γι’ αυτήν. Διαφορετικά δε θα είσαι έτοιμος για τα επικίνδυνα νερά της, μήτε άξιος των δώρων που έχει να σου δώσει.
Η ζωή μας έκανε θαλασσοπόρους, είτε το θέλαμε είτε όχι. Γιατί όπως είπα είναι αλμυρό το νερό της ελευθερίας, όσο και να πιεις δε θα ξεδιψάσεις, μα είναι η δίψα που μας κρατάει ζωντανούς και ονειροπόλους να κουνάμε τα χέρια και τα πόδια μας μανιωδώς ψάχνοντας το επόμενο νησί σε έναν ωκεανό που δε θέλει να μας αποχωριστεί μήτε εμείς να τον αποχωριστούμε. » Αυτόν τον ορισμό κουβαλάει στο μυαλό της. Τον έγραψε κάποτε σε ένα άρθρο το οποίο ποτέ δε δημοσιεύτηκε καθώς στα μάτια της, δεν ήταν αρκετό και θα μπορούσε καλύτερα αν είχε προσπαθήσει λίγο παραπάνω.
Αυτή πάλεψε για την ελευθερία της, έκανε όνειρα από την επαρχιακή της πόλη απ’ όταν ήταν μικρή. Την καρτερούσε πώς και πώς, μάλιστα κατάφερε και την κατέκτησε μετά πόνων και δακρύων. Έμαθε να κολυμπάει από τους καλύτερους έλεγε. Και τώρα, αφού κατέκτησε έναν ολόκληρο ωκεανό, έτσι απλά από το πουθενά αυτός άρχισε να στερεύει. Της τον παίρνουν πίσω, γουλιά γουλιά όπως τον απέκτησε, μέρα με τη μέρα, ώσπου να ακουμπάνε άμμο τα πόδια της και να κρυώνει το πάνω μέρος του κορμιού της βρεγμένο από τη θάλασσα να το χαϊδεύει ο ξηρός, αφιλόξενος, ανοιξιάτικος αέρας. Κανένα νησί, κανένα κύμα, κανένα νόημα. Η υπομονή της στερεύει και αυτή, ίσως ως ένδειξη συμπαράστασης στην ελευθερία της.
Η ώρα 12:02.
Πόσες σκέψεις χώρεσαν άραγε σε ένα λεπτό; Αυτά κάνει η καταραμένη ησυχία. “Τι κρασί είναι αυτό;” αναρωτήθηκε , “Γιατί δε με κάνει να νυστάζω;”. Ένα περίεργο συνονθύλευμα οργής, λύπης και λαχτάρας για περιπέτεια την κυριεύει με αποτέλεσμα να νιώθει ασυνήθιστα γεμάτη ενέργεια. Πάλι στο νου της το Παρίσι, πάλι στο νου της μια ενθουσιασμένη τζίνι με τις βαλίτσες της να της χτυπάει το κουδούνι από τα χαράματα. Όπως και πριν από κάθε ταξίδι, καθώς δεν μπορούσε να κοιμηθεί από την αγωνία και τον ενθουσιασμό της που θα ταξιδέψει την επόμενη μέρα. Και βέβαια, την κρατούσε και αυτήν ξύπνια έως ότου να επιβιβαστούν στο αεροπλάνο όπου η τζίνι έπεφτε ξερή. Ενώ αυτή, με μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια, την στόλιζε με επίθετα επειδή δεν την άφησε να κοιμηθεί σαν άνθρωπος. “Κινητό ,πορτοφόλι, ταυτότητα…” , “Τον εισπνευστήρα για το άσθμα τον πήρες μωρή; Δεν έχω καμία όρεξη να σε φασώσω για να σου κάνω τεχνητές αναπνοές. Άσε που βρωμάει το στόμα σου.”. H τζίνι βγάζει τον εισπνευστήρα επιδεικτικά “Τσίλαρε Παπακαλιάτη, καλύτερα να μ’ αφήσεις να πεθάνω ή καλύτερα να μου βρεις κανένα μανούλι, ξέρεις τα γούστα μου το αφήνω πάνω σου.”. Ενώ αμέσως μετά μύρισε τα χνώτα της βάζοντας τη χούφτα της μπροστά στο στόμα και τη μύτη διακριτικά.
Η ανάμνηση αυτή την ταρακούνησε, αρκετά για να σηκωθεί από την καρέκλα στην οποία είχε περάσει τόσες ώρες τους τελευταίους μήνες που δεν είναι φανερό αν αυτή πήρε το σχήμα της καρέκλας ή η καρέκλα το δικό της, η αλήθεια μάλλον βρίσκεται κάπου στη μέση όπως πάντοτε. Τώρα το χρειαζόταν αυτό το ταξίδι περισσότερο από ποτέ, τώρα χρειαζόταν την τζίνι της να χτυπήσει το θυροτηλέφωνο με 2 πελώριες βαλίτσες αγκαζέ. Τώρα που δεν μπορεί να έχει κανένα από τα δυο. “Καταραμένη αρρώστια, πρώτα μας στέρησες τα ταξίδια μας, μετά τη διασκέδαση, μετά την ελευθερία μας, μετά …”
12:04
Άλλη μια σκέψη, πόσες αναμνήσεις χωράνε σε ένα λεπτό; “Ε λοιπόν αφήστε μου τουλάχιστον ένα από αυτά, ένα! Ή μήπως να το πάρω μόνη μου;”. Το γνώριζε ότι η καραντίνα γινόταν για το καλό όλων, επομένως γνώριζε τη χρησιμότητα της μάσκας, γνώριζε το λόγο της απαγόρευσης, γνώριζε. Όμως υπάρχει κάτι που ξεχνάμε όταν κρατάμε το μυαλό μας σε αυτά που γνωρίζουμε. Πως είμαστε άνθρωποι. Πως μέσα από μια στιγμή ανθρώπινης αδυναμίας μπορούν να γεννηθούν εκατομμύρια συναισθήματα. Στην προκειμένη περίπτωση ήταν η ανάγκη. Ανάγκη για ελευθερία, ανάγκη για επανάσταση, για περιπέτεια, ταξίδια και τέλος ανάγκη να ξεχάσει και να ξεχαστεί. Το μόνο πράγμα που ήξερε είναι ότι αυτό το συναίσθημα πρέπει να το κρατήσει με νύχια και με δόντια. Το μόνο πραγματικό συναίσθημα που είχε νιώσει εδώ και μήνες. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί αλλά έπρεπε να το υπερασπιστεί μέχρι τελευταίας πνοής. Ένα συναίσθημα προϊόν μιας αναπάντεχης γέννας, ένα μπασταρδεμένο συναίσθημα, τέκνο χιλιάδων σκέψεων, αναμνήσεων θαμμένων στο νεκροταφείο που χτίζουμε στο όνομα της ωριμότητας και του κομφορμισμού . Ένα συναίσθημα, μια ζωή από μόνο του.
Με μια απόγνωση να μη χάσει αυτό που μόλις βρήκε, μα δεν έχει την πολυτέλεια να αποχωριστεί. Τρέχει να σα γαζέλα πηδώντας πάνω από το τραπεζάκι στο κέντρο του σαλονιού που βρίσκεται πίσω από την καρέκλα του γραφείου της. Επιδέξια με τρομερή ταχύτητα αποφεύγει τους δύο μικρούς αταίριαστους καναπέδες από τα ΙΚΕΑ . Με την κάλτσα να γλιστράει μόλις αποχωριστεί το πολύχρωμο, που έμοιαζε να είναι φτιαγμένο από τζίβες χαλί της και βρίσκει το κρύο γυαλιστερό πλακάκι. Ένα υπέροχο σπαγκάτο , μια τούμπα που την προσγειώνει στα γόνατά της και ένα ακόμη σπριντ στο μικρό διάδρομο και βρίσκεται στο δωμάτιό της, όπου μετά μανίας κάνει κάτι που έμοιαζε με ανασκαφή στην ντουλάπα της πετώντας δεκάδες ρούχα και αξεσουάρ πάνω στο κρεβάτι της. Δέκα λεπτά αργότερα αναδύεται φορώντας ένα μαύρο μακρύ φόρεμα ζιβάγκο, συνδυασμένο κατάλληλα με το μαύρο της καλσόν και τους αγαπημένους χρυσούς της κρίκους. Ένα all time classic μαύρο παλτό και φυσικά γύρω από το λαιμό της έριξε ένα σταχτί σάλι. Το κεφάλι της κοσμούσε ένας μαύρος μπερές μέσα στον οποίο έκρυψε όσο καλύτερα μπορούσε τα ξανθά μακριά μαλλιά της. «Παρίσι 2021, αυτά θα φορούσα το πρώτο βράδυ στη λαμπερή πόλη.» . Αφού δέσει τις δερμάτινες αρβύλες της, διαλέγει μάσκα και μια μικρή τσάντα στην οποία θα βάλει τα απαραίτητα. Ένα μισό γεμάτο μπουκάλι που είχε στο ψυγείο με κρασί και σφηνωμένο στο άνοιγμα του μαδημένο φελλό. Δεν έπρεπε να χάσει αυτό το συναίσθημα και μέσα του κουβαλούσε και τη γλυκιά ζάλη του κρασιού.
Αυτή η μέθη τής είναι απαραίτητη, το γιατί ίσως το καταλάβει η ίδια αργότερα, για τώρα ξέρει ότι είναι απαραίτητη. Στέκεται μπροστά από την πόρτα της. Ετοιμάζεται να κάνει την επανάστασή της, απέναντι σε τί επαναστατεί δεν το ξέρει ούτε η ίδια. Στο κράτος ίσως που στα μάτια της παίρνει όλες τις λάθος αποφάσεις και στηρίζει τους λάθος θεσμούς. Ίσως στην καταραμένη αυτή ασθένεια που μας κατάντησε κατοίκους του παρελθόντος, χαμένους σε αναμνήσεις και ξεχασμένες ιστορίες παλαιότερων χρόνων. Ίσως πάλι στη μοναξιά που την συνόδευε σα βουητό μέσα στο αυτί της, που πλέον ακούγεται δυνατότερα από ποτέ. Ήταν ο Χρόνης Μίσσιος που έγραψε πως “… ο δρόμος του επαναστάτη είναι τόσο μοναχικός και τόσο μοναδικός… ” δε διευκρίνισε όμως αν η μοναξιά μάς κάνει επαναστάτες ή εάν οι μονάχοι επαναστατούν λόγω και κόντρα στην μοναξιά τους.
ΑΠΟΛΑΥΣΗ ΚΑΙ ΚΙΝΔΥΝΟΣ
Το ένα βήμα ακολουθεί το άλλο, η πόρτα ανοίγει και μαζί της ανοίγεται ένας νέος κόσμος. Εδώ χρειάζεται το κρασί, εδώ είναι αναγκαία η μέθη, βοηθάει τη φαντασία να καλύψει τα κενά της. Μας βοηθάει να ζήσουμε έστω και στα ψέματα τα όνειρά μας, να εκμυστηρευτούμε τις αμαρτίες μας στον άλλο μας εαυτό, ώστε αυτό το alter ego μας να πραγματοποιήσει όσα εμείς κρίνουμε απίθανα. Η πολυκατοικία σταδιακά μεταμορφώνεται σε παριζιάνικο ξενοδοχείο, λίγο λίγο αλλάζει τις λεπτομέρειες στο μυαλό της, λίγο λίγο ξεχνάει πώς έμοιαζε το ασανσέρ της παλιάς αυτής πολυκατοικίας στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Ενώ ο ναός της Ροτόντας μετατρέπεται στην Παναγία των Παρισίων, παράλληλα η Εγνατία έρημη και ήρεμη στέκει σαν ένας ασφαλτικός Σηκουάνας στο κέντρο της πόλης. Αφότου θαυμάσει το ναό, θυμάται πως το βέλος του κάηκε σε εκείνη τη φρικτή πυρκαγιά. Το μυαλό της το κάνει εικόνα και η καρδιά της μεταμορφώνει το θαυμασμό σε θλίψη.
Προσεκτικά περνάει τον Σηκουάνα μέσω μιας διάβασης και οδεύει προς τον πολυπόθητο πύργο του Παρισιού. Προσπαθεί να θυμηθεί τους χάρτες και τα βιντεάκια που είχε δει για το Παρίσι. Είχε οργανώσει όλο το ταξίδι αμέσως αφότου έκλεισε τα εισιτήρια με την τζίνι ένα χρόνο πριν. Η τζίνι κατέκρινε αυτήν τη συνήθειά της, “Ξεκόλλα μωρή και ζήσε λίγο. Το πού είναι τι και πώς να το βρούμε, θα τα ρωτήσουμε στο Hostel. Άμα τα οργανώνεις όλα δε μένει χρόνος για να ζήσουμε καμιά τρελή ιστορία” έλεγε. Για την τζίνι η μαγεία του ταξιδιού ήταν στο αναπάντεχο, να γνωρίσεις ιδιαίτερους ανθρώπους που θα σου δείξουν μια νέα πτυχή της πόλης, να το ζήσεις σαν ντόπιος και να μην είσαι η προφανής επιλογή στο παιχνίδι “Βρες τον τουρίστα”. Την παρακαλούσε να ξαποστάσουν λίγο ακόμα σε παγκάκια και να βιώσουν τους ρυθμούς ζωής της κάθε χώρας, πόλης, γειτονιάς. Να αφουγκραστούν τα προβλήματα και τα όνειρα που κρύβονται σαν ψίθυροι σε παγκάκια, πάρκα, και ξεχασμένα μπαρ, αγνοώντας τα μεγαλοπρεπή κτίρια, τα μουσεία και τα τουριστικά αξιοθέατα που βροντοφωνάζουν “Προσέξτε με! Εγώ είμαι η πόλη!”. “Τι να κάνουμε τζίνι μου αυτά είναι τα ορόσημα της πόλης αυτά συγκράτησα. Οπότε αν συνεχίσω κάτω, στρίψω αριστερά, είναι ο βοτανικός κήπος του Παρισιού, ενώ αν το πάρω όλο δεξιά πλάι στον Σηκουάνα κάποια στιγμή θα βρω το Πεδίο του Άρεως και απέναντι τον πύργο που ψάχνω. Το εκλεκτό στολίδι που βγαίνει και σε μπρελόκ, η σιδηρά αυτή κατασκευή που είναι το σήμα κατατεθέν ολόκληρης της Γαλλίας. Γιατί όχι άλλωστε, είπαμε πάμε κατευθείαν για τη μεγαλύτερη ατραξιόν, εξάλλου δεν είναι και το τζινάκι εδώ να τη βγάλουμε σε κάνα παγκάκι πάλι, όχι ότι με παίρνει με τους τσέους τέτοια ώρα”, ένας περίεργος εσωτερικός διάλογος παίρνει μέρος μέσα στο μυαλό της. Παρ’ όλη τη μέθη και τη δημιουργική της δύναμη η φαντασία δεν μπορεί να ξεγελάσει τη μνήμη, η μέθη αδυνατεί να πνίξει τη συνείδησή της.
Φοβάται ακόμη. Φοβάται την αστυνομία, ωστόσο δεν είναι το χρηματικό πρόστιμο που την τρομάζει περισσότερο. Φοβάται την ίδια την αστυνομία. Τελευταία όλα τα κοινωνικά της δίκτυα γέμισαν με περιστατικά κατάχρησης εξουσίας και αστυνομικής βίας. Ένα πανδαιμόνιο με αντίπαλα στρατόπεδα να πυρπολούν το ένα το άλλο με μια εκατόμβη ισχυρισμών, πότε αληθινών και πότε όχι. Τα λεγόμενα Fake news. Καμία επικοινωνία, συζήτηση ή λύση. Ενώ αυτή γνωρίζει ότι βρίσκεται στο απέναντι στρατόπεδο, αυτό της νεολαίας ίσως ή αυτό του χάους όπως το χαρακτηρίζουν αρνητικά. Το χάος όμως είναι εκείνο που γεννά. Γεννά ιδέες, γεννά πεποιθήσεις , γεννά τέχνη και δίνει νόημα στην τάξη. Η τάξη χρειάζεται το χάος όσο το χάος την τάξη, η παρουσία του ενός προσδιορίζει τη φύση του άλλου. Μα το μυαλό χωράει μόνο αυτήν την πόλωση. Για άλλη μια φορά η ιστορία επαναλαμβάνεται. Ξαφνικά βρίσκεσαι στρατιώτης σε έναν πόλεμο ιδεολογίας και πολιτικής, αναγκασμένος να δαιμονοποιήσεις τον εχθρό και να τον ξεγυμνώσεις από την ανθρωπιά του για να υπερασπιστείς τα πιστεύω σου. Μόνο έτσι οι σφαίρες σου έχουν λόγο ύπαρξης, είτε είναι πραγματικά πυρομαχικά είτε όχι.
Και μετά αναρωτιόμαστε πώς στον εμφύλιο αδερφός σκότωνε αδερφό, γονιός το παιδί του και αντίστροφα. Τί έβλεπαν άραγε στα μάτια των οικείων τους, πόσο τους είχαν μεταλλάξει για να είναι υποφερτό το βάρος του λάβαρού τους. Ελπίζω να μην το μάθουμε ποτέ.
Τα βήματά της ξεκινούν να γίνονται όλο και πιο γρήγορα, ενώ παράλληλα βρίσκει κάλυψη μπαίνοντας και βγαίνοντας μέσα στα στενά κατά το μήκος της Εγνατίας. Συνάμα χαζεύει τις βιτρίνες λες και βρίσκεται στη Λεωφόρο των Ηλυσίων Πεδίων, προσθέτοντας ένα μηδενικό στην κάθε ταμπέλα που αναγράφεται η τιμή με τη φαντασία της. Με το ανάλαφρο βήμα της φτάνει κοντά στην Αριστοτέλους ή καλύτερα το πεδίο του Άρεως όπως το έχει στο μυαλό της. Όσο όμως κοντοζυγώνει για άλλη μια φορά ένα αίσθημα φόβου διαταράσσει τις ψευδαισθήσεις της. Οι σκιές γύρω της ποτίζονται με αχνό μπλε φως ενώ παράλληλα μπορεί να διακρίνει τον ήχο ενός οχήματος να πλησιάζει από πίσω της. Το κεφάλι της γυρίζει ακαριαία και αντικρίζει το τελευταίο πράγμα που θα ‘θελε να δει. Ένα περιπολικό κινείται πάνω στο δρόμο με ανοιχτά τα φώτα των σειρήνων και κατευθύνεται προς το μέρος της. Η απόσταση είναι σχετικά μικρή, ούτε δυο τετράγωνα μακριά και η ταχύτητά του αυξάνεται. Ένα ρίγος την διαπερνά, ο φόβος της είναι η αφετηρία αλυσιδωτών αντιδράσεων στον οργανισμό της που αποτέλεσμα έχουν να εκτιναχθεί η αδρεναλίνη της στα ύψη. Είναι γρήγορη στα πόδια της. Σκύβει ελάχιστα και ξεκινάει να τρέχει, παραμένοντας όσο πιο μακριά από τα εχθρικά πια φώτα των δρόμων μπορεί. Οι σκιές τώρα είναι οι πολυτιμότερες φίλες της, ενστικτωδώς παλεύει να είναι κοντά στον τοίχο, προσπαθεί να προλάβει να χωθεί στο πρώτο στενό που θα βρει. Όλο το σκηνικό εκτυλίσσεται σε δευτερόλεπτα, δευτερόλεπτα τεντωμένα τόσο πολύ από τον υπερντοπαρισμένο από αδρεναλίνη εγκέφαλό της που δεν υπακούν στους δείκτες του ρολογιού. Το πρώτο στενό που βρίσκει αμέσως στα αριστερά της είναι η Άθωνος.
Η πλατεία Άθωνος και το όμορφο στενό της, πριν ένα χρόνο φιλοξενούσε ήχους από μπουζούκια, μεσογειακές μυρωδιές και δεκάδες παρέες που ήθελαν να το ζήσουν λαϊκά, ίσως να χορέψουν και ένα ζεϊμπέκικο για να κάνουν το χατίρι στην παρέα. Η αλλιώς ελληνικά.. Τον τελευταίο καιρό, μόνιμος κάτοικός της ένας κεραμιδόγατος που μοιάζει να ταράχτηκε από την αναπάντεχη επίσκεψη. Δυστυχώς τα αδέσποτα είναι άλλο ένα συχνά παραμελημένο θύμα του ιού. Με τα μαγαζιά και κυρίως τα τις ταβέρνες και τα τσιπουράδικα κλειστά, από ποιόν θα ζητιανέψουν για μια μπουκιά με τις θεατρικά διεσταλμένες κόρες των ματιών τους. Παρά την πείνα του, η παρέα δεν ήταν καλοδεχούμενη καθώς αναστάτωσε το αιλουροειδές. Εκείνη χωρίς να του ρίξει δεύτερη ματιά συνεχίζει μέσα στο πλέον πλακόστρωτο σοκάκι, το οποίο αποτελεί πεζόδρομο. Φαντάζεται πως δε θα εισέλθει το περιπολικό εκεί μέσα και βρίσκει κρυψώνα πίσω από την πρώτη γωνία που εντοπίζει.
Ευθύς πέφτει κάτω, κάθεται στις κρύες πέτρες του πλακόστρωτου δρόμου με την πλάτη να αγγίζει στον τοίχο και προσπαθεί να κρυφοκοιτάξει από τη γωνία. Το στέρνο της ανεβοκατεβαίνει άρρυθμα σε συγχρονισμό με τους ώμους. Τα χνώτα της σχηματίζουν μια πάχνη που δίνει ένα φίλτρο ταινίας τρόμου στην όρασή της. Ο μανιώδης χτύπος της καρδιάς της χτυπάει σαν τύμπανο πολέμου έτοιμο να δώσει το τελευταίο του κρεσέντο πριν σπάσει. Μέσα σε δευτερόλεπτα το περιπολικό βρίσκεται απέναντι από το στενό. Έχει σταματήσει ακαριαία στο ύψος του πλακόστρωτου δρόμου. Το παράθυρο ανοίγει και από μέσα διακρίνει το άγρυπνο βλέμμα του οδηγού να εξετάζει το σκοτεινό σοκάκι. Για μια στιγμή νιώθει πως ο αστυνομικός την κοιτάζει κατάματα. Αμέσως τραβάει το κεφάλι της και το ακουμπάει στον κρύο, βρεγμένο από την υγρασία τοίχο. “Φύγε, σε παρακαλώ φύγε, μη βγεις από το αμάξι…”. Αυτή ήταν η σκέψη που έπαιζε σα χαλασμένος δίσκος στο μυαλό της. Είχε παγώσει, ήξερε πως δε θα μπορέσει να κουνηθεί, αν την κυνηγούσαν την δεν μπορούσε να τρέξει. Τι να τρέξει ζήτημα θα ήταν να μην πάθει κρίση πανικού. Σε μια στιγμή απελπισίας παίρνει το μπουκάλι που έχει στην τσάντα της, τραβάει τον φελλό και πίνει μια μεγάλη γουλιά. “Αν κάτι είναι να με βοηθήσει τώρα είναι αυτό!” σκέφτηκε. Τραβώντας τον φελλό όμως το μπουκάλι βγάζει τον χαρακτηριστικό ήχο. Προς καλή της τύχη φαίνεται πως τα όργανα δεν άκουσαν τον θόρυβο, τον άκουσε όμως ο ανήσυχος γάτος ο οποίος κοκαλωμένος από την άξεστη επισκέπτρια και τα δυνατά μπλε φώτα του περιπολικού, ξαφνιάστηκε για τρίτη φορά. Φανερά ενοχλημένος έφυγε πετάδην από την Άθωνος, περνώντας δίπλα από το περιπολικό. Λίγα βασανιστικά αργά δευτερόλεπτα αργότερα ακούει το περιπολικό να απομακρύνεται. “ Μαλάκα, παραλίγο να χεστώ πάνω μου!”.
ΑΝΑΠΑΝΤΕΧΕΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ ΑΠΟ ΑΝΑΠΑΝΤΕΧΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ
Κρατώντας ακόμη το μπουκάλι σφιχτά στα χέρια, ευθύς σηκώνεται και σιγά σιγά βγαίνει από το την κρυψώνα της με το κεφάλι της να ξεπροβάλλει πρώτο από κάθε γωνία σαν ένα μικρό τρωκτικό που βγαίνει από το λαγούμι του. “Ρε τους κωλόμπατσους, παραλίγο να χάσω το Λούβρο.” είπε προσπαθώντας να αναγκάσει το μυαλό της να ξαναμπεί στο “μούντ”. Χωρίς αυτό να βγάζει κανένα απολύτως νόημα, καθώς θεωρητικά βρίσκεται κοντά στο πεδίο του Άρεως και το Λούβρο βρίσκεται αντιδιαμετρικά από την Παναγία των Παρισίων. Είναι κοντά πλέον δεν μπορεί να χάσει την ποθητή της ψευδαίσθηση, όχι προτού δει τον πύργο τουλάχιστον, γίνεται να πας Παρίσι και να μη δεις τον πύργο του Άιφελ; Κατεβάζει άλλη μια γεμάτη γουλιά. Σιγά σιγά, προσπαθώντας να ξαναβρεί την ανάσα της φτάνει στο ημικύκλιο ή μάλλον στην αρχή του Πεδίου του Άρεως, από εκεί ο πύργος πρέπει να είναι ορατός, σκέφτεται. Καταφθάνει και κοιτάει προς τα κάτω μα δεν αντικρίζει κανέναν φωτεινό πύργο. Καταριέται τη φαντασία της και το κρασί. Σε μια απελπισμένη προσπάθεια, επιχειρεί να καταβροχθίσει το υπόλοιπο, σχεδόν μισό μπουκάλι με τη μία. Ερυθρά ρυάκια σχηματίζονται, κυλούν από τις άκρες των χειλιών της κάτω προς το πηγούνι της ποτίζοντας κάθε αυλάκωμα του λαιμού της. Για λίγο στέκει εκεί, χαμένη. Αντικρίζει μια Αριστοτέλους σκοτεινή και ολομόναχη, σπάνιο φαινόμενο, σχεδόν απίστευτο. Σχεδόν. Στα 7 χρόνια που κατοικεί σε αυτήν την πόλη η ίδια έχει αντικρίσει αυτό το θέαμα μονάχα μία ακόμη φορά.
Κάπου στο δεύτερο έτος, μια καθημερινή μέρα, είχε τη φαεινή ιδέα να βγει μέσα στο καταχείμωνο με μόλις -5 βαθμούς. Για άλλη μια φορά είχε χωρίσει με άλλο ένα εφήμερο φλερτ που είχε εκείνη την περίοδο και δεν ήθελε να κάτσει σπίτι. Οπότε άρχισε να στέλνει μηνύματα στις φίλες της για να βγουν, χωρίς βέβαια να τους πει ότι έχει χωρίσει, καθώς το τελευταίο πράγμα που ήθελε είναι άλλο ένα κήρυγμα από τις φίλες της, με τις υπέροχες μακροχρόνιες σχέσεις τους. Η τζίνι με την οποία δεν έκανε τόσο παρέα εκείνον τον καιρό, καθώς για την ώρα ήταν απλά μια συμφοιτήτρια, ήταν η επιλογή νούμερο επτά. Μία μία, όλες της οι κοντινές φίλες της αρνήθηκαν, με απαντήσεις όπως “Τι λες ρε μαλάκα έχει ψοφόκρυο … είναι καθημερινή έχω πολύ διάβασμα… δεν θα υπάρχει ψυχή κάτω ρε τέτοιο καιρό …. Σόρυ κορίτσι σήμερα έχω κανονίσει να κοιμηθώ στον τάδε”, ειδικά το τελευταίο πόνεσε. Έτσι τυχαία το μάτι της έπεσε στην τζίνι με την οποία είχε πρόσφατα συνομιλήσει στο Facebook για τα θέματα της σχολής. Τι έχει να χάσει άλλωστε. “Έλα Έλενα μου τι κάνεις που σε βρίσκω;” της έγραψε, “Να σου πω ψήνεσαι να βγούμε για κάνα μπυράκι που λέγαμε;”. Η απάντηση δεν άργησε να έρθει, “Έλα ρε εννοείται πάμε να τα κάνουμε όλα πουτάνα!”. Την ξάφνιασε ο ενθουσιασμός της καθώς δεν την ξέρει και τόσο καλά, αλλά δεν έχει και άλλη επιλογή. Κατόπιν μιας γρήγορης συνεννόησης δώσανε ραντεβού στις 10 στο κλασικό σημείο συνάντησης, την Καμάρα. “Που ΄σαι μωρή τρέλα!” την χαιρέτησε η τζίνι, ανταμώνοντάς την με το πιο πλατύ και φωτεινό χαμόγελο που μπορεί να σου δώσει κάποιος που σου είναι πρακτικά άγνωστος. Αυτό που ακολούθησε είναι ένας σχεδόν δίωρος περίπατος από την καμάρα μέχρι τα Λαδάδικα, περνώντας μέσα από κάθε μαγαζί που βρήκαν ανοικτό στο διάβα τους. Κρασάδικα, τσιπουράδικα, μπαρ, κλαμπ και ό,τι άλλο υπήρχε εκτός ίσως τα προποτζίδικα και τα στριπτιτζάδικα. Εκείνη έριχνε μια ματιά μέσα στο καθένα μετά κοιτούσε την τζίνι και της έλεγε να πάνε στο επόμενο. Το ένα της ξίνιζε το άλλο της βρώμαγε, είτε δεν είχε αρκετό κόσμο είτε τον κατάλληλο κόσμο, κυρίως το πρώτο. Η πόλη ήταν ασυνήθιστα άδεια ακόμα και για μια κρύα καθημερινή μέρα. Έμοιαζε σχεδόν εγκαταλειμμένη χωρίς τους συνήθεις θαμώνες της, η εικόνα ήταν σχεδόν προφητική. Και μέσα σε αυτήν την αποκαλυπτική Θεσσαλονίκη δυο φιγούρες ψάχνουν το κατάλληλο καταγώγιο. Η τζίνι συχνά της έλεγε “Έλα να αράξουμε για καμιά μπύρα εδώ και μετά πάμε κάπου αλλού” χωρίς να παραπονεθεί, αλλά αυτή δεν άκουγε, “Γιατί να χάσουμε την ώρα μας εδώ, πάμε κάπου που να έχει κόσμο και κάνα γκομενάκι της προκοπής” απαντούσε και η τζίνι γελούσε και έγνεφε καταφατικά. Και η αναζήτηση συνεχιζόταν.
Αφού εξάντλησαν όλες τις δυνατές επιλογές και μετά από αρκετή απογοήτευση, αποφασίζουν να καθίσουν σε μια σχεδόν άδεια μπυραρία στα λαδάδικα. Η τζίνι όμως έμοιαζε απτόητη, “Πάμε να κάτσουμε στο μπαρ, ο μπάρμαν φαίνεται ενδιαφέρον” αναφωνεί, “Ποιος βρε; Αυτός; Αυτός είναι κωλόγερος”, της λέει ενώ την κοιτάει με ένα ύφος σα να λέει «Τι στο ….;». “Δε σου είπα ότι μου αρέσει μαρή, σου λέω ότι παίζει, έχει ενδιαφέρον”, η τζίνι είχε πάντα ένα ταλέντο να ψυχολογεί τον κόσμο και συνήθως έπεφτε μέσα. Κάθονται λοιπόν στο μπαρ όπου γνωρίζουν τον Μιχάλη τον 39χρονο ελληνοαυστραλό μπάρμαν. Ο Μιχάλης ή αλλιώς Big Mike, ήταν η επιτομή της ατημέλητης αρρενωπότητας. Η αγριάδα από την τριχοφυΐα νεάντερταλ του προσώπου του έσπαγε καθώς έπεφτε πάνω στα ευγενικά του ματιά. Όλα πάνω του έντονα. Τα χαρακτηριστικά του σα μια γοητευτική καρικατούρα ενός συγχρόνου Ζορμπά, μαρτυρούσαν μια έντονη ζωή.
Όπως τους είπε, ήρθε στην Ελλάδα στα 27 του, ήθελε να κάνει το γύρο της Ευρώπης με ποδήλατο ξεκινώντας από τη γενέτειρα του πατέρα του την Αθήνα. Φθάνοντας όμως στην Θεσσαλονίκη μπερδεύτηκε, πήρε μια λάθος στροφή και για κακή του τύχη βρέθηκε στον Δενδροπόταμο. Από εκεί βγήκε δίχως πορτοφόλι, δίχως κινητό και βεβαίως δίχως το αγαπημένο του ποδήλατο. Με αποτέλεσμα να εγκλωβιστεί σε μια ξένη για αυτόν χώρα δίχως χρήματα, τρόπο να επικοινωνήσει με τους δικούς του και με μόνη αλλαξιά τα ποδηλατικά κολάν που φορούσε. Ευτυχώς δεν τα πήραν και αυτά. Συνέχισε να τους αφηγείται, με την αυστραλιανή προφορά του, πως πήγε στο πλησιέστερο τμήμα όπου επικρατούσε πανικός και οι αστυνομικοί, μην ξέροντας γρι αγγλικά και βλέποντας ότι ταιριάζει στην περιγραφή ενός δράστη, τον κράτησαν στο κρατητήριο. Τα κορίτσια πάγωσαν ακούγοντας την ιστορία του, ο ίδιος βλέποντας την ταραχή στα πρόσωπά τους και τη λύπηση που άρχισε να σχηματίζεται, σκάει ένα τεράστιο χαμόγελο και τους λέει “ Και ξέρετε κάτι; Αυτό ήταν το καλύτερο πράγμα που μου έχει συμβεί”. Εκείνο το βράδυ στο κρατητήριο κατάλαβε πολλά, “Ήταν η μέρα που η ανθρωπότητα με πρόδωσε” είπε, “Και η σημαντικότερη μέρα της ζωής μου. Γιατί στο κρατητήριο γνώρισα τον Ζαρίφ τον πιο γλυκό κλέφτη του κόσμου”. Εκεί οι κοπέλες κοιτάχτηκαν με γουρλωμένα τα μάτια με την ίδια σκέψη να σχηματίζεται στο κούτελό τους «Τι λέει αυτός ρε μαλάκα…;». Ο Big Mike αναγνωρίζοντας το ύφος, μιας και δεν είναι λίγες οι φορές που έχει αφηγηθεί την ιστορία, σκάει στα γέλια. Τους εξηγεί πως ο Ζαρίφ είχε έρθει στην Ελλάδα από το Ιράν με μεγάλα όνειρα και φιλοδοξίες αλλά τον εκμεταλλεύτηκαν κυκλώματα συντοπιτών του και τον άφησαν ταπί. Αυτός για καλή του τύχη γνώρισε μια παρέα ρομά, οι οποίοι όμως κάνανε αμφίβολη ζωή και το έριξε κι αυτός στις μικροκλοπές για να ζήσει.
Εκείνο το βράδυ πέρασε με τους δυο τους να συζητούν ακατάπαυστα, ξεκινώντας με τις ζωές τους πριν έρθουν στην Ελλάδα. Κάπου εκεί ο Μιχάλης κατάλαβε πόσο τυχερός είναι που γεννήθηκε στη Αυστραλία σε μια οικογένεια που τον αγαπάει . Από την άλλη ο Ζαρίφ ταυτίστηκε με την ιστορία του Μιχάλη από όταν πάτησε στην Θεσσαλονίκη και του υποσχέθηκε πως μόλις βγουν θα τον βοηθήσει όπως μπορεί. Και κάπου εδώ είναι που η ιστορία παίρνει την πιο τρελή της τροπή. Την επόμενη κιόλας μέρα οι αστυνομικοί τους αφήνουν ελεύθερους λόγω έλλειψης στοιχείων για τον Μιχάλη και επειδή δεν ήξεραν τί να κάνουν τον Ζαρίφ που ήταν συχνός πελάτης μιας και δεν ήταν ο πιο επιδέξιος κλέφτης. Μετά από ένα σύντομο τηλεφώνημα σκάει η παρέα του Ζαρίφ με ένα σκουριασμένο αγροτικό. Κάπου εκεί ο Big Mike σκαλώνει και χάνει τα λογικά του αφού αντιλαμβάνεται ότι η παρέα του Ζαρίφ είναι αυτή που μόλις μία μέρα πριν τον γδύσανε δίχως καμία ντροπή. Με άλλα λόγια οι υπαίτιοι για όλα του τα προβλήματα. Θυμωμένος και συνάμα τρομαγμένος αρχίζει να κατσιάζει τον Ζαρίφ και την παρέα του αλλά από την ταραχή του οι λέξεις του δεν βγάζαν και τόσο νόημα. Ο Ζαρίφ από την άλλη μόλις αντιλαμβάνεται τι έχει συμβεί λύνεται στα γέλια, “Ειλικρινά” λέει στα κορίτσια “Μέχρι τώρα δεν έχω δει άνθρωπο να γελάει τόσο πολύ και τόσο δυνατά, παραλίγο να πνιγεί ο κακομοίρης” ενώ όσο το εξιστορούσε και ο ίδιος γελούσε μέχρι δακρύων. “Καλά βρε τι σκας” του λέει ο Ζαρίφ “Αφού τα βρήκαμε τα παιδιά, τώρα όλα σου τα προβλήματα τελείωσαν, είσαι πολύ τυχερός φίλε μου”. Εκατοντάδες σκέψεις πέρασαν από το μυαλό του μόλις άκουσε τα λόγια του Ζαρίφ, ανησυχία για το αν βρέθηκαν όντως τα πράγματά του και αν θα του τα γυρίσουν, ανάμεικτα συναισθήματα για τον Ζαρίφ και την τρελοπαρέα του αλλά κυρίως του καρφώθηκε η τελευταία του φράση “τώρα όλα σου τα προβλήματα τελείωσαν, είσαι πολύ τυχερός φίλε μου”. Θυμήθηκε όσα του είπε ο Ζαρίφ για το παρελθόν του, τις συνθήκες στις οποίες τώρα ζει και την τραγική ιστορία του. “Εγώ στάθηκα τυχερός φίλε μου. ΕΣΥ;” σκέφτηκε. Όλα αυτά τα συναισθήματα μαζί με την αυπνία και την υπερένταση και ο Big Mike ξέσπασε σε λυγμούς στην καρότσα ενός Datsun μπροστά από ένα αστυνομικό τμήμα κάπου στον Δενδροπόταμο. Κατά τη διάρκεια της τσάρκας τα παιδιά του εξήγησαν πως τον λήστεψαν γιατί πίστευαν ότι έπρεπε να μαζέψουν λεφτά για να πληρώσουν την εγγύηση του φίλου τους, πράγμα που δε χρειάστηκε, και ύστερα του επέστρεψαν τα πράγματα του σχεδόν ανέγγιχτα. Μιας και όπως του εξήγησαν, χρειαζόταν να βάλουν βενζίνη στον δρόμο. Αμέσως μετά πήγαν και στρώσανε το μεγαλύτερο τσιμπούσι που έχει δει, με άφθονο φαγητό, ποτό και εννοείται μουσική και χορούς.
Εκείνο το βράδυ ο Μιχάλης κοιμήθηκε στην οικία του Ζαρίφ, ήταν οι πρώτες ήσυχες στιγμές των τελευταίων ημερών. Εκεί είναι που κατάλαβε ότι δε βρήκε μόνο τα πράγματα του χάρη στον Ζαρίφ, βρήκε πάλι την πίστη του στους ανθρώπους, βρήκε μια νεοσύστατη εκτίμηση σε αυτά που τόσο καιρό θεωρούσε δεδομένα μα κυρίως συνειδητοποίησε πως μια ζωή έτρεχε. Θύμα της γενιάς με τις άπειρες επιλογές σε μια εποχή που το να μη νοιάζεσαι ήταν κουλ και το να προσπαθείς, όχι. Πέρασε τα νεανικά του χρόνια με το φόβο της δέσμευσης να τον ακολουθεί όπου πάει και να τον διώχνει απ’ όπου και αν σταθεί. “Όλο έτρεχα” είπε, “Έτρεχα από τα προβλήματα, τους φόβους μου, τα συναισθήματα, τους ανθρώπους και τις καταστάσεις που δεν ήταν όπως τους είχα στο μυαλό μου. Άφηνα ό,τι δεν μπορούσα να ελέγξω και πήγαινα στο επόμενο. Δεν είχα κάτσει να χαρώ καμία νίκη, καμία ευτυχία, μόνο έτρεχα. Ελεύθερο πνεύμα, έτσι είχα μάθει. Μα δεν μπορείς να τρέχεις για πάντα, κουράζεσαι.”. Το επόμενο πρωί καβάλησε το ποδήλατό του και πήρε σβάρνα τα βαλκάνια. Τους διηγήθηκε τις τρελές και ξεκαρδιστικές ιστορίες που έζησε στην Ρουμανία, την Κροατία και την Αλβανία. Τα κορίτσια άκουγαν με τρομερή αφοσίωση κατεβάζοντας τις μπύρες σα νερό. Παρ’ όλα αυτά, όπως ανέφερε, ένιωθε πως ήθελε να γυρίσει στην Θεσσαλονίκη, γι’ αυτό δε συνέχισε στην υπόλοιπη Ευρώπη. Επέστρεψε 6 μήνες αργότερα να δει τον φίλο τον Ζάριφ και βρήκε εργασία στα τουριστικά. Ο Ζαρίφ τον καλοδέχτηκε και τρεις μήνες αργότερα ο ίδιος έφυγε στην Γερμανία να βρει τον αδερφό του μιας και όπως του εξήγησε δεν είχε και πολύ ταλέντο στις ληστείες και ο αδερφός του θα του έβρισκε ειλικρινή εργασία. Ο Μιχάλης όμως έκατσε. Εγκαταστάθηκε στην Θεσσαλονίκη, αργότερα παντρεύτηκε, έκανε οικογένεια και μετά από χρόνια άνοιξε δικό του μπαρ στην πόλη που τον σημάδεψε τόσο. Σταμάτησε πια να τρέχει.
ΟΙ ΑΝΑΠΑΥΤΙΚΕΣ ΣΙΩΠΕΣ
Με τις τρελές ιστορίες του Big Mike οι ώρες γλίστρησαν μέσα από τα δάχτυλά τους χωρίς να το καταλάβουν. Το καντράν του ρολογιού στο χέρι της Τζίνι έγραφε πέντε παρά τέταρτο, ήταν ώρα για κλείσιμο, το μαγαζί δεν είχε άλλη πελατεία εδώ και αρκετή ώρα αλλά η παρέα ήταν καλή και ο Μιχάλης δεν το έκλεινε. Ήρθε η ώρα όμως να πούνε καληνύχτα, ήταν καθημερινή άλλωστε. Τα κορίτσια έφυγαν από το μαγαζί με ένα “πολύ καλό κεφάλι” όπως το χαρακτήρισαν· και όρεξη να παρτάρουν, πράγμα αδύνατο καθώς όλα τα κλαμπάκια ήταν κλειστά. Το οποίο φάνταζε σχεδόν απίθανο για μια πόλη όπως η Θεσσαλονίκη. Όμως η πόλη ήταν πρακτικά άδεια οπότε φαντάζομαι κανένας μαγαζάτορας, έχοντας σώας τας φρένας, δε θα κρατούσε το μαγαζί του ανοιχτό τέτοια ώρα όταν δεν υπάρχει κόσμος. Οπότε η περιπλάνησή τους συνεχίστηκε μέχρι που φτάσανε στην Αριστοτέλους να περιμένουν απογοητευμένες την ώρα που θα ξεκινήσουν τα δρομολόγια των αστικών.
Εκεί παρατήρησαν ένα από τα πιο ασυνήθιστα συμβάντα για την πόλη. Η οποία μάλλον ήταν στη ζώνη του λυκόφωτος εκείνη την νύχτα. Πώς αλλιώς θα μπορούσες να εξηγήσεις αυτήν την εικόνα. Μπροστά τους έστεκε η πλατεία Αριστοτέλους σαν ένα γυμνό χριστουγεννιάτικο δέντρο. Άδεια, σκοτεινή και νεκρικά γαλήνια. Οι άλλοτε φωτεινές βιτρίνες και οι κιτρινωποί φωταγωγοί του δήμου που πάντοτε στόλιζαν την πολυσύχναστη πλατεία, έχουν πλέον σωπάσει. Καθ’ όλο το μήκος της δε θα συναντούσες ούτε μια ζωντανή ψυχή. Οι δύο κοπέλες κάθισαν σε ένα παγκάκι στο ημικύκλιο στην κορυφή της πλατείας θαυμάζοντας το σκηνικό. Ένα τοπίο που πίστευαν ότι δε θα έχουν την τύχη να ξαναντικρίσουν στο πιο πολυσύχναστο σημείο της Θεσσαλονίκης. Αρχικά καμία τους δε μιλούσε, για λίγο η σιγή τους έκανε παρέα στη σιωπή της πλατείας. Όμως, περιέργως δεν επικρατούσε αμηχανία, όπως συνηθίζεται σε αυτές τις περιπτώσεις. Ίσως λόγω της τζίνι, ήξερε πως ήταν μια κοπέλα με την οποία μπορούσες εύκολα να πιάσεις κουβέντα. Μα τώρα συνειδητοποίησε πως ήταν εξίσου εύκολο να μη μιλήσεις μαζί της. Περιέργως ένιωθε αρκετή άνεση μαζί της ώστε να μη χρειαστεί να γεμίσει το κενό που δημιουργούσε η σιωπή. Είναι δύσκολο να βρεις τέτοιους ανθρώπους. Μερικά λεπτά αργότερα η σιωπή λύθηκε από την ίδια, και κάπως έτσι ξεκίνησε η πρώτη πραγματική κουβέντα που είχε με την τζίνι, η οποία κράτησε έως ότου ο ήλιος εμφανίστηκε δειλά πίσω από τα κάστρα. Τα γέλια και οι φωνές τους έγιναν ένα με την φασαρία των οχημάτων και του κόσμου που κατευθυνόταν στις δουλειές τους καθώς αντηχούσαν τη φωνή της πόλης.
Να λοιπόν, που η εικόνα που πίστευε πως ποτέ δε θα ξαναδεί, βρίσκεται μπροστά της. Όπως και τότε έτσι και τώρα κάθεται στο ίδιο παγκάκι. Χαμένη μέσα στις αναμνήσεις της ξεχνάει τον κίνδυνο της αστυνομίας και το ταξίδι της στο Παρίσι. Τώρα είναι πάλι στην πόλη της, στη γνώριμη αυτή σιωπή που κάποτε βίωσε. Η Θερμοκρασία είναι μερικούς βαθμούς υψηλότερη από εκείνο το βράδυ αλλά αισθάνεται πως λείπει μια ζεστασιά. Τι νόημα έχει η σιωπή αν δεν τη μοιράζεσαι; Ένα ρίγος την διαπερνά και ευθύς σηκώνεται σαν να την χτύπησε ρεύμα.
Από μικρή είχε ζοφερή φαντασία, είχε μάθει να διώχνει σκέψεις και συναισθήματα που την έκαναν να νιώθει άβολα. Όταν η παραμικρή δόση άγχους ή λύπης έβρισκε το δρόμο της στο μυαλό της αυτή έπλαθε σενάρια που θα ζήλευε ακόμη και το Χόλυγουντ. Ότι χρειαζόταν για να μείνει ανεπηρέαστη από τον κόσμο γύρω της και ακόμη περισσότερο από τον κόσμο μέσα της. Όταν χώριζε, για παράδειγμα, από τις εφήμερες σχέσεις που έκανε, δεν έμοιαζε να στεναχωριέται. Για αυτήν, η διαδικασία του χωρισμού ξεκινούσε πολύ πριν τον πραγματικό χωρισμό. Για μέρες η φαντασία της μετέτρεπε τον άνθρωπο που είχε δίπλα της σε κάποιον είτε βαρετό, είτε κακό, είτε αναξιόπιστο. Δημιουργούσε όποια οπτική χρειαζόταν για να δικαιολογήσει την απόφασή της, για να δικαιολογήσει το φόβο της δέσμευσης. Η συχνότερη δικαιολογία ίσως ήταν τα υψηλά της στάνταρ, όπως συχνά ανέφερε. Η ίδια προσπαθούσε να γεμίσει το κενό της μοναξιάς στον ερωτικό τομέα με τη συντροφιά της φιλίας. Βεβαίως είχε κάλους φίλους, μα η μοναξιά του έρωτα έχει άλλο χρώμα, πιο σκούρο, δεν μπορείς να την καλύψεις με τη φιλία. Όμως υπάρχει μοναξιά σκουρότερα χρωματισμένη. Με το πιο βαθύ μαύρο, τόσο βαθύ που οι ταινίες που παίζουν στον κινηματογράφο του μυαλού της χτυπούν πάνω του και χάνονται. Το χρώμα της απώλειας. Μιας τρύπας χωρίς τέλος που τρέφεται με όνειρα και ξερνάει εφιάλτες.
Προτού κοπεί το φιλμ μια τελευταία ταινία παίζει. Μια κοπέλα στέκεται στη μέση του πεδίου του Άρεως στο Παρίσι. Τα μάτια της γυαλίζουν από το αλκοόλ, η όρασή της θολή, τα φώτα φέγγουν θαμπά από τον αστιγματισμό. Κοιτάει παντού μα ο Πύργος του Άιφελ δεν είναι πουθενά. Έκανε όλον αυτόν το δρόμο να τον βρει. Σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια τρέχει προς το μέρος στο οποίο θα έπρεπε να βρίσκεται. Μάταια όμως, δεν αντικρίζει τίποτα μπροστά της.
ΤΡΕΧΟΝΤΑΣ ΑΠΟ ΤΑ ΚΥΜΜΑΤΑ
Στη θέση του στέκει μια θάλασσα. Απέραντη και σκοτεινή χάνεται στο βάθος και σμίγει τα ζοφερά της χρώματα με το νυχτερινό ουρανό. Η θάλασσα σα μικρή αδερφή του ουρανού μοιάζει να τον μιμείται, μέσα στη μέρα παίρνει τα χρώματά του. Αντανακλά τον ίδιο ήλιο. Μαζί γαλάζια, μαζί σκούρα μπλε και μαύρη και μαζί αλλάζουν χίλια χρώματα το ηλιοβασίλεμα. Έτσι παίζουν τα αδέρφια άλλωστε, μα η μητέρα τους στον ένα χάρισε τα αστέρια και στην άλλη μια ζωή γεμάτη κύματα. Για αυτό ίσως η θάλασσά μοιάζει πιο ανθρώπινη, επειδή έχει περάσει μια ζωή ίδια με τη δική μας. Όταν την κοιτάζουμε αντανακλά τον εαυτό μας, όλο τον εαυτό μας, μαζί με τα κύματά του.
Στέκει εκεί λαχανιασμένη, με αισθήσεις μουδιασμένες από το αλκοόλ, η σκέψη της ωστόσο μοιάζει κρυστάλλινη μπροστά στη θολωμένη της όραση. Το φιλμ σπάει, η ταινία σταματάει, μεταφέρεται πίσω στη Θεσσαλονίκη. Η ώρα 4 και μισή πριν το χάραμα. Αυτή είναι ο μοναδικός θαμώνας της πλατείας Αριστοτέλους. Περνάει αργά την Λεωφόρο Νίκης. Σταματάει μπροστά στον Θερμαϊκό και με ολόκληρο το κορμί της γέρνει στα προστατευτικά κάγκελα, βαστώντας τα με το κεφάλι της να προεξέχει προς τη θάλασσα. Το βλέμμα της εναλλάσσεται, κοιτάει μια την αντανάκλασή της στο νερό και μια τον κατασκότεινο ορίζοντα. Πώς έφτασε εδώ άραγε, πόσο ακόμα μπορεί να συνεχίσει. Στο μυαλό της έρχονται τα λόγια του Big Mike «..δεν μπορείς να τρέχεις για πάντα, κουράζεσαι.». Πλέον νιώθει αυτήν την κούραση. Αναρωτιέται πότε ξεκίνησε να τρέχει για να κουράστηκε τόσο πολύ. Πότε ξεκίνησε να θάβει τα προβλήματα, τα άγχη και τα συναισθήματά της στην άμμο; Τώρα που πέφτει η παλίρροια, πόσα θα ξεθαφτούν;
Ίσως ξεκίνησαν όταν άρχισε τη σχολή της, μια σχολή που δεν την ενδιέφερε αλλά δεν είχε τα κότσια να παρατήσει και καταπίεζε κάθε εξάμηνο τον εαυτό της να την βγάλει. Ίσως πάλι να ξεκίνησε πιο πριν, όταν χώρισε με τη μοναδική μεγάλη σχέση της στο λύκειο και κάθε άλλη σχέση της έμπαινε αδίκως σε σύγκριση πριν καλά καλά ξεκινήσει. Ίσως όταν ξεκίνησε αυτή η καραντίνα ένα χρόνο πριν. Όταν έχασε την ελευθερία της. Όταν 5 μήνες αργότερα η καλύτερή της φίλη νόσησε βαριά . Όταν ήταν αναγκαίο να εισέλθει σε Μονάδα Εντατικής Θεραπείας γιατί το άσθμα και τα αδύναμα πνευμόνια της δεν μπορούσαν να αντέξουν το φορτίο. Όταν στις πιο δύσκολες στιγμές της αυτή δεν μπορούσε να την βοηθήσει ή έστω να σταθεί στο πλάι της. Όταν λίγες μέρες αργότερα, μπήκε στο χειρουργείο. Όταν οι γιατροί είπαν ότι υπήρξαν επιπλοκές από αστάθμητους παράγοντες. Κάπου εκεί η έννοια του χρόνου έπαψε να υφίσταται. Έμαθε τα νέα αλλά δεν μπορούσε να παρευρεθεί στην κηδεία, δεν επιτρεπόταν. Πως να αποχαιρετήσεις κάποιον όταν δεν πρόλαβες να πεις αντίο;
Πέρασε το υπόλοιπο της μέρας, αφότου έμαθε τα νέα, μουδιασμένη. Ένα περίεργο πράγμα με την απώλεια είναι ότι δεν τη νιώθεις όταν συμβαίνει, δεν μπορείς να την αντιληφθείς μέχρι να δεις το κενό μπροστά σου. Μέχρι να συνειδητοποιήσεις ότι κάτι λείπει από την καθημερινότητά σου. Το επόμενο πρωί ασυνείδητα της έστειλε μήνυμα. Καμία απάντηση. Αναλογιζόμενη την πράξη της συνειδητοποίησε ότι ποτέ ξανά δε θα λάβει απάντηση, τότε έκλαψε για πρώτη φορά. Ο πόνος ήταν ασταμάτητος, ένιωθε ένα βάρος μέσα στο στήθος της. Μια πύρινη σφαίρα κατοικούσε κάτω από τον οισοφάγο της που προσπαθούσε να την πνίξει. Εμπόδιζε το νερό, το φαΐ ακόμη και το οξυγόνο. Ώρα με την ώρα διογκωνόταν και πίεζε τα κόκκαλα του θώρακά της, και όταν ένιωθε πως αυτά είχαν λυγίσει τόσο που σα σούστα θα έσπαγαν και θα τρυπούσαν το στήθος της, έκλαιγε πάλι. Μόνον έτσι σταματούσε έστω και για λίγο. Το κλάμα και λυγμοί της γέμισαν το σπίτι, για μερικές μέρες δεν επέτρεπε την ησυχία να βρει πάτημα. Τόσο, που συνέδεσε τον ήχο με την αναλγητική δράση του κλάματος, ο θόρυβος άρχισε να την παρηγορεί και η ησυχία να την τρομάζει. Μέσα σε μία εβδομάδα τα δάκρια και τα αναφιλητά σταμάτησαν. Η παρενέργεια αυτή ωστόσο, παραμένει. Δεν άργησε να επιστρέψει στις παλιές της συνήθεις, έδιωχνε κάθε άσχημη σκέψη, κάθε συναίσθημα. Τα αντάλλαζε με αντιπερισπασμούς, σκέψεις άχρωμες, άσχετες, άχρηστες αλλά δίχως πόνο. Κάθε μέρα βελτιωνόταν στο να τις διώχνει και λίγο παραπάνω, μέχρι που έδιωξε σχεδόν κάθε συναίσθημα που την συνέδεε μαζί της. Ταυτόχρονα ίσως κάθε έντονο συναίσθημα που κατείχε. Η καραντίνα βοήθησε και αυτή με τον τρόπο της. Οι μέρες μέσα στο μικρό της διαμέρισμα όλες πανομοιότυπες, τόσο όμοιες που σχημάτιζαν μια μάζα μέσα στο χρόνο. Δεν μπορούσες να ξεχωρίσεις τη μια από την άλλη. Λόγω αυτού το παρελθόν έμοιαζε σύντομο. Έξι μήνες πέρασαν σα μια θολή πραγματικότητα που διήρκεσε μερικά λεπτά μέσα στη μουδιασμένη μέθη του πρωινού της χανγκόβερ. Αλλά όσο σύντομο φαινόταν το παρελθόν τόσο αιώνιο είναι το παρόν σε έναν κόσμο που το αύριο είναι προκαθορισμένο και αδιάλλακτο.
Ο κινηματογράφος μέσα στο μυαλό της πυροδοτημένος από τις πρόσφατες σκέψεις της, μπήκε πάλι σε λειτουργία. Αυτήν τη φορά οπλισμένος όχι με ψευδαισθήσεις αλλά με αναμνήσεις. Ο ορίζοντας γίνεται πανί και πάνω του ένα κολάζ με εικόνες, όμοιο με τους τοίχους του σπιτιού της. Ήταν μια συνειδητή προσπάθεια. Έπρεπε να σταματήσει να τρέχει από τον εαυτό της. Έπαψε τις σκέψεις που λειτουργούσαν ως αντιπερισπασμός. Το φράγμα επιτέλους άνοιξε, καιρός ήταν να ξεχυθεί η άμπωτη που ελπίζει πως θα φέρει την κάθαρση που τόσο έχει ανάγκη. Εκείνο που προέχει είναι να επικαλεστεί όλα εκείνα τα συναισθήματα, μέσα από όλες τις αναμνήσεις και τις ιστορίες που τόσο καιρό έθαβε επειδή της θύμιζαν την πραγματικότητα. Αν όχι τώρα, τότε πότε; Όσο το σώμα της μουδιάζει από την επήρεια του αλκοόλ και του ψύχους, ο νους της κάλπαζε στα γεγονότα των τελευταίων χρόνων. Η πραγματική ζωή για αυτήν ξεκίνησε όταν έγινε φοιτήτρια, τότε είχε την ανεξαρτησία και τη στοιχειώδη γνώση και ωριμότητα να αναλογιστεί την ύπαρξή της. Τότε ξεκίνησε να ζει έντονα, να διασκεδάζει και παράλληλα να υποφέρει. Η ελευθέρια άλλωστε έχει το τίμημά της.
Ένας πανζουρλισμός με αποκόμματα αναμνήσεων γεμίζει το κεφάλι της με άπειρες σκόρπιες στιγμές από μέρη στα οποία είχε παρευρεθεί, συναυλίες, ταξίδια, γιορτές. Υστέρα οι εικόνες άρχισαν να γίνονται πιο συγκεκριμένες, ξέφρενες βραδιές με τις φίλες της, πρώην, η γέννηση της ανιψιάς της, η πρώτη μέρα στη σχολή. Η βραδιά που έπαθε δηλητηρίαση από το ποτό και την τρέχανε στα νοσοκομεία. Η βραδιά που μια φίλη της έχασε τον πατέρα της και την παρηγορούσε μέχρι να αποκοιμηθεί το επόμενο πρωί. Η πρώτη έξοδός της με την τζίνι όταν γνώρισαν τον Big Mike. Στα αυτιά της σα να ακούει για άλλη μια φορά τα λόγια του «..δεν μπορείς να τρέχεις για πάντα, κουράζεσαι.». Ώρα να πάει πιο βαθιά, εκεί που τόσο καιρό φοβόταν να πάει. Τα χείλη της σουφρώνουν όταν καταλαβαίνει ότι πρέπει ξανά να έρθει αντιμέτωπη με το θάνατο της καλύτερής της φίλης. “Το πρώτο βήμα είναι πάντα δύσκολο, μετά απλά αφήνεσαι” σκέφτηκε, και μια χαρακτηριστική ανάμνηση ξεπηδά από όταν ήταν δεκατριών στις διακοπές της στην Κέρκυρα.
ΤΟ ΑΛΜΑ ΤΗΣ ΠΙΣΤΗΣ
Προσπαθούσε να πηδήξει από ένα βράχο ύψους 3 μέτρων στη θάλασσα. Πέντε ολόκληρα λεπτά το σκεφτόταν καθώς τα πόδια της έτρεμαν, η απόσταση έμοιαζε τεράστια στα μάτια της. Από πίσω της μια σωρεία παιδιών να της φωνάζουν και να την σπρώχνουν για να πάρουν σειρά, ώσπου τελικά ο 2 χρόνια μικρότερος αδερφός της φτάνει στο σημείο στριμώχνεται διπλά της, της παίρνει τη σειρά και πηδάει χωρίς καν να το σκεφτεί. “Αν και αδέρφια είμαστε πολύ διαφορετικοί” είπε από μέσα της. Μόλις αντίκρυσε το θέαμα δείλιασε ακόμα περισσότερο, σιγά σιγά υποχώρησε , έδωσε τη σειρά της στα υπόλοιπα παιδιά και σπρώχνοντας κατέβηκε από εκεί που είχε ανέβει. Αργότερα το απόγευμα στο εστιατόριο του ξενοδοχείου, όταν ρώτησε τον αδερφό της, τον Νικόλα, “Πώς το κάνεις, πώς πηδάς έτσι σαν τρελός δε φοβάσαι;”. Ο Νικόλας την κοίταξε με απορία, σκέφτηκε για μερικά δευτερόλεπτα και της απάντησε “Τι να σου πω, νομίζω τρομάζω λίγο όταν κοιτάω από ψηλά. Αλλά ένα βήμα είναι, μετά κλείνεις τα μάτια και είσαι μέσα στη θάλασσα. Και στη θάλασσα δεν παθαίνεις τίποτα, άρα γιατί να φοβάσαι.”. Ο Νικόλας μπορεί να μην το είχε αντιληφθεί αλλά είχε ανακαλύψει το Άλμα της Πίστης, όπως το διατύπωσε και ο Δανός φιλόσοφος και θρησκευτικός Σόρεν Κίρκεγκωρ, και μάλιστα χωρίς να έχει διαβάσει ούτε ένα βιβλίο στη ζωή του. Η ίδια τον άκουσε και σιγουρεύτηκε “Ντάξει το παιδί είναι τρελό, τι πάει να πει ένα βήμα είναι; Αν ήταν ένα βήμα θα το έκανα και εγώ” μονολόγησε χαμηλόφωνα, μα ο Νικόλας δεν της έδωσε σημασία, η προσοχή του ήδη είχε αφαιρεθεί από τον σκύλο που είχε το ζευγάρι στο διπλανό τραπέζι.
Κάθε μέρα που επισκεπτόντουσαν την παραλία του ξενοδοχείου αυτή περίμενε την ώρα που θα μαζέψουν οι γονείς τα παιδιά τους για μεσημεριανό ώστε να ανεβεί το βράχο. Και κάθε φορά κοίταζε την επιφάνεια του νερού με δέος για αρκετή ώρα πρώτου κατέβει από τον ίδιο δρόμο που ανέβηκε. “Αύριο, αύριο σίγουρα.” έλεγε. Ενώ οι καλοκαιρινές μέρες περνούσαν η ίδια έμενε στάσιμη στον ίδιο βράχο ο οποίος αποτελούσε απειλή για τον εγωισμό της. Κατά κάποιον τρόπο εμπόδιο στην ευτυχία της. Έπρεπε να νικήσει το άγχος και την αγωνία της, χρειαζόταν το Άλμα της Πίστης. Ήταν ίσως η πρώτη πραγματική πρόκληση της ζωής της και είχε αρχίσει να της γίνεται εμμονή.
Ώσπου έφτασε η τελευταία μέρα, στέρεψαν τα αύριο. Ήρθε το ‘τώρα ή ποτέ’, και το ‘ποτέ’, συγκεκριμένα, είναι πολλές φορές πιο τρομακτικό από το ‘τώρα’. Αποφάσισε να εμπιστευτεί τα λόγια του αδελφού της “Ένα βήμα είπε ο ανεγκέφαλος, για να δούμε”. Έφτασε στο χείλος του βράχου, έκλεισε τα μάτια, έσφιξε τις γροθιές της και δίχως δεύτερη σκέψη έκανε αυτό το βήμα. Βέβαια μέσα στην αναταραχή της ξέχασε ότι πρόκειται για άλμα και όχι βήμα. Από βράχο πηδάει άλλωστε όχι από βατήρα. Ακριβώς από κάτω τις κοφτερά βράχια βρίσκονται μόλις εκατοστά από την επιφάνεια του νερού. Τυχερή μέσα στην ατυχία της έγδαρε μονάχα το πόδι της και όχι το κεφάλι με τον τρόπο που έπεσε. Με αποτέλεσμα να χρειαστεί τέσσερα ράμματα στο πλάι της γάμπας της. Η οικογένεια αναγκάστηκε να παρατείνει τις διακοπές της για μια μέρα. Ο εγωισμός της όμως έμεινε άθικτος, στο κάτω κάτω τα κατάφερε και έχει μάλιστα ένα σημάδι που το αποδεικνύει.
ΚΑΙ ΖΟΥΝΕ ΑΥΤΟΙ ΚΑΛΑ, ΑΚΟΜΑ ΜΕΣΑ ΜΑΣ
Για άλλη μια φορά στέκει μπροστά στη θάλασσα, για άλλη μια φορά την κοιτά από ψηλά και το μόνο που χρειάζεται είναι ένα Άλμα της Πίστης. Αυτήν τη φορά όμως δε θα βραχεί. Κλείνει τα μάτια της και κάνει το βήμα. Το φιλμ συνεχίζει να γυρίζει, αυτήν τη φορά όλες οι εικόνες δείχνουν την τζίνι. Άπειρες στιγμές που περάσαν μαζί. Περιμένει να τις έρθουν όλες οι έντονες στιγμές, οι τρελές περιπέτειες. Αυτές που πιστεύει ότι είδε η τζίνι πριν αναπαυθεί. Όπως εξιστορούν στις ταινίες του Χόλυγουντ, όπου πριν πεθάνεις βλέπεις ένα τρέιλερ της ζωής σου με τα πιο σημαντικά στιγμιότυπα. Αντί αυτού το μυαλό της γέμισε από όλες τις καθημερινές στιγμές που ζήσαν μαζί. Τα απογεύματα που μαγείρευε η τζίνι και καιγόταν από τα λάδια ενώ η ίδια καιγόταν στον υπολογιστή. Τα μεσημέρια περίμεναν στις ουρές μαγαζιών και χαζογελούσαν κοροϊδεύοντας τον κόσμο για να περάσει η ώρα. Τα βράδια που συζητούσαν για γκομενάκια και μετά τα χαράματα κατέληγαν σε βαθυστόχαστες συζητήσεις και αναπαυτικές σιωπές που μοιραζόντουσαν. Και όσο πιο βαθιά έσκαβε τόσο περισσότερο πονούσε αλλά είχε κάνει το άλμα, γνώριζε ότι ακόμα έπεφτε. Η πτώση της όμως κρατούσε ώρα. Μετά τις καθημερινές στιγμές άρχισαν οι δύσκολες στιγμές, οι τσακωμοί, οι χωρισμοί, οι πόνοι της ζωής που πέρασαν μαζί. Στη συνέχεια η σκέψη της πήρε μια απρόσμενη στροφή. Οι αναμνήσεις είχαν τελειώσει και τη θέση του πήραν εικόνες που μόνον να τις μαντέψει μπορούσε. Μπροστά της τώρα η τζίνι μέσα σε ένα δωμάτιο νοσοκομείου, διασωληνωμένη με ένα σωρό ιατρικό εξοπλισμό γύρω της. Τα ματιά της βουρκώνουν μόνο και μόνο στην ιδέα, όμως δεν κλαίει, δεν είναι η ώρα για αυτό. Στην επόμενη εικόνα την μεταφέρουν στο χειρουργείο, και την αφήνουν εκεί, σε ένα άδειο δωμάτιο. Στο μυαλό της η τζίνι έφυγε από τη ζωή εκεί. Ανώδυνα, χωρίς να την ανοίξουν, χωρίς να χαράξουν το αψεγάδιαστο χλωμό δέρμα της. Απλά σταμάτησε να αναπνέει. Διπλά της το ιατρικό μηχάνημα ανακοινώνει το χαμό της με τον χαρακτηριστικό συνεχόμενο, οξύ ήχο. Το πρόσωπό της αδυνατισμένο, δίχως το χρώμα και την απαράμιλλη ζωντάνια του, αλλά παράλληλα γαλήνιο. Σα να γνωρίζει ότι την παρακολουθεί η φίλη της και της λέει “Έλα ρε μούργο, μην κλαις. Για μένα μην κλαις. Έχεις όλη τη ζωή μπροστά σου. Έχεις να πας στο Παρίσι. Εγώ απλά θα φύγω λίγο πιο νωρίς απλά. Το εισιτήριο το έχω, μην αγχώνεσαι, και την ταυτότητα και τον εισπνευστήρα. Σ’ αγαπάω μωρή να το ξέρεις …και ας είσαι βλαμμένο.”. Νιώθει μια έντονη σουβλιά, και μετά τίποτα.
Ο πόνος υποχωρεί στη θέση του μια ζεστή μελαγχολία. Τόσο καιρό είχε συγκεντρωθεί στο να κρατήσει έξω τις επίπονες σκέψεις που άθελά της, κράτησε έξω την τζίνι. Για πρώτη φορά εδώ και μήνες ξαναβρίσκει τη φίλη της, νιώθει τη ζεστασιά της. “Πόσο καιρό σε παραμέλησα ρε τζινάκι, πόσο εγωίστρια ήμουν ;”. Τα μάτια ανοίγουν, το άλμα της πίστης τέλειωσε, είναι ασφαλείς στη θάλασσα της συνείδησής της. Όπως και τότε με το βράχο, έχει μια ανοιχτή πληγή ακόμη. Όμως ο εγωισμός της είναι αλώβητος. Το βλέμμα της στρέφεται προς τα αριστερά, στο λιμάνι σε κάτι φωτισμένο που της αποσπά την προσοχή. Στο τέλος του λιμανιού βρίσκεται ένας πελώριος μεταλλικός πύργος ο οποίος στέκει πλέον σαν στολίδι. “Τα κατάφερα τζίνι ” σκέφτηκε “έφτασα στο Παρίσι να και ο πύργος” και γέλασε δίχως να βγάλει ήχο.
ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΚΑΤΟΙΚΟΣ ΤΟΥ ΜΥΑΛΟΥ ΜΟΥ
Για τα επόμενα λεπτά στάθηκε στο ίδιο σημείο αποσβολωμένη να κοιτάει από μακριά τον πύργο. Οι αισθήσεις της ακόμα μουδιασμένες και η σκέψη της ταξίδευε με απερίσπαστη συγκέντρωση. Για πρώτη φορά την διακατείχε μια ανεξήγητη γαλήνη, για πρώτη φορά εδώ και μήνες η σιωπή δεν την ενοχλούσε. Αντιθέτως ένιωθε ξανά αυτήν την οικεία σιωπή που ένιωσε με την τζίνι. Ίσως ασυναίσθητα εμπόδιζε τους ήχους να την φτάσουν, για να ζήσει λίγο ακόμα αυτήν τη σιωπή. Ίσως για αυτό δεν άκουσε τους ήχους του οχήματος να παρκάρει κοντά της.
Το περιπολικό σταμάτησε 20 μέτρα μακριά της και από μέσα βγήκε ένας μεσήλικας αστυφύλακας. Στα μάτια του χαραγμένη η κούραση, το βήμα του βαρύ και νυσταγμένο. “Τι είναι τούτο πάλι, τι γυρεύει αυτό το παιδί εδώ βραδιάτικα γαμώ τον μπελά μου;” σκέφτηκε. Όσο την πλησίαζε το βλέμμα του γινόταν πιο σκληρό, μπροστά του είχε ένα άτομο που διατάραξε την ησυχία του και παρανομεί. Τώρα έχει ένα ρόλο να παίξει, αυτόν του οργάνου της τάξης. Σταματάει διπλά της, για λίγο την κοιτάει και την περιεργάζεται, το βλέμμα της είναι χαμένο στο κενό. “Τι κάνεις εδώ τέτοια ώρα, δεν ξέρεις ότι υπάρχει απαγόρευση, τίποτα δεν σέβεστε πια;” αναφωνεί. Εκείνη ακίνητη στέκει μπροστά του δίχως να του δώσει σημασία. Η φωνή του φτάνει στα αυτιά της αλλά επιλέγει να μην την ακούσει, να μη δώσει σημασία στη μεγαλόσωμη φιγούρα που στέκει πλάι της. Ο αστυφύλακας συνεχίζει “Κωλόπαιδα, ξέρετε τι γίνεται έξω πόσος κόσμος είναι στα νοσοκομεία! Τι είμαστε εμείς, τα μαντρόσκυλα σας! Βραδιάτικα την καταδίκη μου..! ” η ένταση και ο θυμός του αυξάνεται.
Που πήγε ο φόβος της; Αναρωτιέται και η ίδια, βλέπει τον εαυτό της σαν τρίτο πρόσωπο και ξαφνιάζεται από τη στάση της, παρόλα αυτά η προσοχή της δε μένει πάνω του. Ο αστυφύλακας, παρατηρεί την κοπέλα που στέκει σα στήλη άλατος, “Πρεζάκι είναι ;” αναρωτιέται, “Δε μοιάζει με πρεζάκι”. Ο αστυνομικός συνεχίζει να μονολογεί, η φωνή του εμφανίζεται και χάνεται πάλι στη συνείδησή της, δεν μπορεί καν να ξεχωρίσει τι λέει. Το βλέμμα της καρφωμένο στον ορίζοντα, προσπαθεί να κρατήσει σφιχτά τα συναισθήματα που ένιωσε, τις σκέψεις για την τζίνι. Η ένταση της φωνής του συνεχίζει να αυξάνεται. Η οργή του αισθητή, ηλεκτρίζει την ατμόσφαιρα γύρω του. Η σιγή που περίβαλλε την Αριστοτέλους σπάει βίαια.
Είναι σχεδόν χάραμα και αυτός έχει κοιμηθεί ελάχιστα. Από τότε που ξεκίνησε η καραντίνα εργάζεται με υπερωρίες αναγκασμένος να γραφεί ανούσια, υπέρογκα πρόστιμα στους πολίτες επειδή δεν έστειλαν ένα μήνυμα με 3 λέξεις και 2 νούμερα. Οι πολλές και περίεργες ώρες εργασίας τον καθιστούν ένα φάντασμα στο ίδιο του το σπίτι. Με την γυναίκα του να του απευθύνει το λόγο μόνο για να του κάνει παράπονα και τους εφήβους γιους του να δείχνουν ότι έχουν χάσει το σεβασμό στον πατέρα τους και να τον αγνοούν. Ίσως φταίει και η κοινή γνώμη που έχει εναντιωθεί στους κρατικούς φορείς και κυρίως την αστυνομία. Και τώρα τα παιδιά του που θέλανε να γίνουν αστυνομικοί σαν τον μπαμπά τους όταν ήταν μικροί, τραγουδούν κομμάτια με στίχους όπως ”θάνατος σε κάθε μπάτσο”, και άλλα παρόμοια συνθήματα. Έχει χάσει κάθε μορφή ελέγχου στη ζωή του, από τη δουλειά στο σπίτι, τώρα και στο δρόμο. Μπροστά του μια λιλιπούτια κοπέλα αγνοεί τη δύναμη που του έδωσε το κράτος, σα να τον χλευάζει με την αδιαφορία της. Την τελευταία μορφή ελέγχου που του έχει απομείνει.
Η πίεσή του ανεβαίνει, παρατηρώντας το μαυροφορεμένο ντύσιμό της και τη στάση της εικάζει πως είναι αναρχική. “Απάντα γαμώ το φελέκι μου! Σου μιλάω! Νομίζεις εγώ έχω όρεξη;”. Αυτή συνεχίζει να μένει αμίλητη και ατάραχη. Σταματημένη μέσα στο χρόνο, χαμένη στα έγκατα του μυαλού της σε ένα σώμα που μοιάζει να περιέχει περισσότερο αλκοόλ πάρα αίμα. Ο αστυνόμος εξοργίζεται όσο ποτέ, το πρόσωπό του κόκκινο από την πίεση, παίρνει μορφασμούς που μοιάζουν με εκείνες τις ιαπωνικές μάσκες που απεικονίζουν δαίμονες. Για μια στιγμή όλες οι του σκέψεις χάθηκαν, εκείνη η στιγμή που βιώνει κάποιος όταν βρίσκεται στα όριά του, εκείνη η στιγμή πριν προλάβει να επικρατήσει η λογική. Το μυαλό του θολό, η κρίση του φιμωμένη δεν μπορεί να τον σταματήσει. Ο δεύτερος αστυνομικός δεν έχει βγει ακόμη από το περιπολικό, δεν προλαβαίνει να παρέμβει. Τραβάει βίαια το χέρι της για να την στρέψει προς το μέρος του, το άλλο του χέρι έχει σηκωθεί στον αέρα. Αυτή στριφογυρνάει από την ορμή της απότομης έλξης, το πρόσωπο της στρέφεται προς το δικό του. Ένα πρόσωπο τόσο ευγενικό, τόσο γαλήνιο τόσο διαφορετικό τον κοιτά κατάματα. Τα δυο πρόσωπα, παγωμένα στο χρόνο, στέκουν· το ένα η θεμελιώδης αντίθεση του άλλου. Η διαφορά τους τρομακτική. Τόσο, που του αντανακλά πίσω την εικόνα του. Ακαριαία αυτός παγώνει. Μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτων αντιλαμβάνεται την ασχήμια που έβγαζε το πρόσωπο του, η οργισμένη φυσιογνωμία του, η παραμορφωμένη φωνή του. «Πόσο άσχημους μας κάνει το μίσος. ». Κοιτώντας τον στα μάτια, δίχως να μπορεί καν να διακρίνει το πρόσωπό του, αυτή του απαντά με την ατάραχη σιγανή φωνή της χρησιμοποιώντας τη μόνη φράση που είχε προετοιμάσει για το ταξίδι “ excuse-moi, je ne parle pas français.”.
(Συγνώμη δε μιλάω γαλλικά…)
Τέλος