Μα έρχεται η Άνοιξη

Αν συναντούσα τον Θεό μπροστά μου, θα του ζητούσα να χτίσει κίτρινες και λιλά αυλές στα μπαλκόνια των γιαγιάδων. Να μυρίζουν λεβάντα και γιασεμί το πρωί και να μαδούν τις μαργαρίτες το απόγευμα αναζητώντας τις απαντήσεις για τους παιδικούς τους έρωτες «μ’ αγαπά, δεν μ’ αγαπά». Θα του ζητούσα μια τσουλήθρα ξύλινη να συνδέει τα μπαλκόνια με τη θάλασσα για να μπορούν οι «μεγάλοι» να τσαλαβουτούν… ένα κοχύλι να μαζέψουν, μια ελαφρόπετρα να κρατήσουν στις παλάμες τους, σαν την πέτρα της υπομονής, και να κάνουν μια ευχή. Γιατί η πόλη μου είναι γεμάτη από ανθρώπους που πια δεν μπορούν τόσο εύκολα να περπατούν, και νά, θα ’θελα με κάποιον τρόπο να τους βοηθήσεις.  

Αν συναντούσα τον Θεό μπροστά μου, θα του ζητούσα μαζί με την Ανάσταση του Χριστού να φέρει αυτές τις μέρες και μια Γιορτή ανάστασης των «δικών μας νεκρών». Να μας τους σκορπίσει σαν λουλούδια στα Τείχη της πόλης και να χορέψουμε μαζί τους στη χαραυγή. Για μια φορά, ο ήλιος να τους απομακρύνει και όχι το προσωπικό μας σκοτάδι. Κι αν πολλά τού ζητώ, ας φωτίσει τουλάχιστον με λίγη μουσική τις καρδιές τους, γιατί μονάχα το χώμα ακούει στις εντολές του.  

Αν συναντούσα τον Θεό μπροστά μου, θα του ζητούσα να φέρει αρλεκίνους κι ακροβάτες στα δωμάτια των μικρών παιδιών που πια δεν πηγαίνουν σχολείο. Ένα τσίρκο με τα θαύματα του κόσμου, πολύχρωμο, με ελεύθερα ζώα να συνθλίβουν με τις πατούσες τους τις λύπες του σπιτιού. Σκοινιά με θαρραλέους ακροβάτες να ενώνουν τους τοίχους κι ένα γέλιο να γεμίσει την καρδιά τους. Πώς να ζητήσω συγγνώμη στα παιδιά που δεν μπορώ να τα κάνω να γελάσουν, που τα σχολεία τους είναι κλειστά και που χορεύουν πλέον μονάχα στα όνειρά τους;  

Αν συναντούσα τον Θεό μπροστά μου, θα του ζητούσα στα ίσα να σβήσει τα χρέη της θλίψης των προηγούμενων ετών. Θα τον κάθιζα κάτω και θα του ’λεγα «Κοίτα, τα πράγματα έχουν ως εξής: Οι άνθρωποι είναι λυπημένοι». «Δώσε τους λίγη δύναμη από τα αποθέματά σου». «Τόσα χρόνια εκεί ψηλά, χάρισέ τους λίγο απ’ το γαλάζιο των ουρανών σου». Θα έκλαιγα σαν μικρό παιδί στα πόδια του και θα ζητούσα λίγη «βοήθεια» εκ μέρους όσων τον έχουν απορρίψει. Και θα ’φευγα μ’ ένα χαμόγελo στα χείλη, κοιτώντας άφοβα προς το Άπειρο.  

Αν συναντούσα τον Θεό μπροστά μου, θα του ζητούσα να συγχωρεί περισσότερο και να θέτει λιγότερους περιορισμούς. Θα του ζητούσα να φιλοξενήσει στις στέγες του όλες τις άστεγες καρδιές και να φροντίσει με μικρά θαύματα όσους τον έχουν ανάγκη. Ειδικά αυτούς που έχουν χάσει κάθε ελπίδα και που ψάχνουν στο δρόμο για ψίχουλα να χορτάσουν. Θα του ζητούσα άφθονο νερό στις κρήνες της παλιάς πόλης, νερό για όλους, να ρέει και να δροσίζει, πέλματα, γόνατα, στήθη και δακρυσμένα μάτια.  

Τέλος, αν συναντούσα τον Θεό μπροστά μου, θα αναλογιζόμουν πόση ευθύνη έχω κι εγώ για όσα του ζητώ. Θα έκλεινα λίγο, πριν μ’ αφήσει για τους ουρανούς, τα μάτια μου και θα έμπαινα στη θέση του. Και θα προσπαθούσα να απαντήσω σε όσα προηγουμένως τον ρώτησα για να τα κάνω μια μέρα… πράξη.  

ΥΓ. και πόσα ακόμη θα ήθελα να του ζητήσω, να σου ζητήσω, να μου ζητήσω. 

Μα έρχεται η Άνοιξη.