11:10. Έχω ήδη αργήσει για τη συνέντευξη με τον επίτιμο καθηγητή και περπατώ βιαστικά σε ένα πρωινό όπου η βροχή και ο μονότονος καιρός έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο. Είμαι ήδη μούσκεμα, μιας και ξέχασα την ομπρέλα μου στο σπίτι και εκνευρίζομαι ακόμη περισσότερο με την πολυκοσμία στο δρόμο, που με εμποδίζει να φτάσω γρηγορότερα στον προορισμό μου. Εκεί λοιπόν, πάνω στην αναταραχή και το χάος διακρίνω τη μορφή σου, το ίδιο ήρεμη και γαλήνια, το ίδιο όμορφη με τότε. Αλλά, δεν μπορεί, με γελούν τα μάτια μου. Κάποιο λάθος έχει γίνει και αυτή η κοπέλα που αντικρίζω είναι λογικά κάποια άλλη. Εσύ έφυγες στο εξωτερικό και από τότε χάσαμε επικοινωνία. Όμως, όσο προχωρώ προς το μέρος σου είμαι ολοένα και πιο σίγουρος ότι είσαι εσύ, αυτό το χαριτωμένο και γλυκό προσωπάκι που τόσο αγάπησα. Διστάζω. Αναρωτιέμαι αν θά ‘πρεπε νά ‘ρθω να σε χαιρετήσω μετά από τόσο καιρό, αν θα ήθελες να μου μιλήσεις μετά από όλα αυτά…
Περπατώ αμέριμνη στον κεντρικό δρόμο χαζεύοντας τις βιτρίνες, με σκοπό να πάρω όλα τα πράγματα που χρειάζονται για τη διοργάνωση της γιορτής. Η άφιξή μου πίσω στην πατρίδα ήταν μεγάλο νέο για όλους και επέμειναν να το γιορτάσουμε με ένα μικρό πάρτι. Τίποτα δεν έχει αλλάξει κι όμως όλα είναι τόσο διαφορετικά. Οι βιτρίνες γεμάτες με κάθε λογής πράγμα, τα παιδιά να τρέχουν δεξιά κι αριστερά, ο κόσμος άλλοτε να βιάζεται κι άλλοτε να πηγαίνει στο δρόμο με αργούς ρυθμούς. Σε αυτόν το δρόμο είχαμε πει και το δικό μας αντίο πριν 3 χρόνια, μετά από τη μεγάλη μου απόφαση να φύγω. Σου είχα πει να φύγουμε μαζί αλλά φοβόσουν, ήθελες να μείνεις εδώ και μαζί σου κι εγώ. Μην μπορώντας να το αποδεχτείς μαλώσαμε άσχημα και λίγες μέρες μετά, σε αυτό ακριβώς το σημείο, αποχαιρετιστήκαμε για τελευταία φορά. Η συζήτησή μας στο παγκάκι ακόμη αντηχεί μες στο μυαλό μου. Οι αναμνήσεις αρχίζουν να επανέρχονται σιγά-σιγά, ακόμη και η μορφή σου. Μα, για στάσου, είσαι όντως εσύ αυτός που βλέπω ή το μυαλό μού παίζει άσχημα παιχνίδια; Έχω παγώσει, δεν ξέρω τί να κάνω: να φύγω, να σε χαιρετήσω; Έρχεσαι προς το μέρος μου. Η καρδιά μου χτυπάει δυνατά, όπως και τότε…
Πήρα την απόφαση και ήρθα. Δε γινόταν να μη σου μιλήσω μετά από τόσον καιρό. Η καρδιά μου χτυπάει δυνατά, λες και είναι έτοιμη να βγει απ’ το στήθος μου, δεν μπορώ να πάρω ανάσα και από το μυαλό μου περνάνε τόσες σκέψεις. Η συζήτησή μας κυλάει ομαλά, σα να μην πέρασε μια μέρα. Και είσαι το ίδιο όμορφη, με το γλυκύτατο χαμόγελό σου να φωτίζει το πρόσωπό σου…
Πρέπει να παραδεχτώ ότι δεν περίμενα αυτήν την εξέλιξη, και μάλιστα η συζήτηση να κυλά λες και δεν πέρασε ούτε μία μέρα από τότε που έφυγα. Νιώθω τόσο όμορφα, τόσο χαρούμενη και εσύ είσαι το ίδιο γοητευτικός. Λες να βρεθούμε μία από αυτε΄ς τις μέρες και είμαι σίγουρη ότι δε θα ξαναχαθούμε…
Σου λέω να βρεθούμε, να μιλήσουμε με την ησυχία μας για όλον αυτό τον καιρό που έχουμε να ειδωθούμε, να πούμε όλα όσα χάσαμε ο ένας από τη ζωή του άλλου. Και εσύ συμφωνείς, ω Θεέ μου πόσο χαίρομαι που συμφώνησες. Γιατί, αυτή τη φορά, δεν πρόκειται να σε χάσω…