Σε ευχαριστώ.
Το αγόρι ψιθύριζε τα λόγια, αλλά ήταν πεπεισμένος ότι ο φίλος του τον άκουγε. Ήθελε μια τελευταία υπαρξιακή κρίση. Ήθελε ένα τελευταίο άνοιγμα καρδιάς.
Απλώς ήθελα να σου πω ότι είσαι το μόνο άτομο με το οποίο νιώθω ότι έχω δύναμη κάποιες φορές.
Έκανε μια παύση.
Ότι είμαι ήρεμος. Ότι δεν βρίσκομαι σε συνεχή ένταση. Το μόνο άτομο με το οποίο νιώθω “τώρα”. Θα έπρεπε να υπάρχει ένα ξεχωριστό συναίσθημα το οποίο θα λεγόταν “τώρα”. Είναι αυτό που νιώθω ισορροπημένος, ήρεμος, χωρίς το βλέμμα μου να τρέχει στο περιβάλλον γύρω μου σαν να αγωνιά, να είναι σε εγρήγορση, σαν να κινδυνεύω. Το συναίσθημα του να μπορώ να εκτιμήσω μια στιγμή τη στιγμή που τη ζω.
Κάποτε κάποιος είπε “όλα είναι τώρα”. Και είχε δίκιο.
Όπως σε εκείνο το αφιέρωμα στον Λέοναρντ Κοέν. Ή μήπως ήταν στον Φρανκ Σινάτρα; Δεν έχει σημασία. Θυμάμαι πάντως τους λίθινους τοίχους της καστρικής πλατείας που καλύπτονταν από τους μωβ προβολείς της σκηνής. Εμάς στο πίσω μέρος του κοινού. Μέσα στη σιωπή της βαβούρας των υπόλοιπων συγκεντρωμένων θεατών θυμάμαι να κοιτάς την τραγουδίστρια και να αφουγκράζεσαι κάπως αφηρημένα τη μουσική. Πράγμα ασυνήθιστο για σένα, αφού ξέρεις να την εκτιμάς. Όμως εκείνη την ημέρα υπήρχε κάτι που σε απασχολούσε. Γι’ αυτό όταν γύρισα να σε κοιτάξω το κατάλαβες αμέσως και γύρισες και εσύ να με κοιτάξεις πίσω.
Χαμογελάσαμε θλιμμένα γιατί ξέραμε ότι ήταν η “τελευταία μέρα” που θα ήμασταν δίπλα δίπλα. Και η σιωπή μας ήταν αρκετή για να καταλάβουμε. Και δακρύσαμε. Και σου είπα με το κλασικό δραματικό μου ύφος ότι τότε ένιωθα το “τώρα” και την πληρότητα που αυτό συνεπάγεται. Και ότι το εκτιμώ. Και μου έγνεψες θετικά με σφιγμένο πρόσωπο, κάνοντας το “τώρα” να διαρκέσει μια στιγμή παραπάνω.
Ίσως κάποιες φορές η ηρεμία είναι ένας άνθρωπος και όχι μια κατάσταση. Και ίσως αυτή νά ‘ναι η ένδειξη της ειλικρινούς φιλίας. Γιατί είναι από τις ελάχιστες περιπτώσεις που λέω “μου λείπεις” και το εννοώ με κάθε κύτταρό μου. Μου λείπεις. Και σε ευχαριστώ για όλα.
Και όσους αμφισβητούν την πίστη που μπορεί να έχει κανείς στους φίλους με το φόβο του κλασικοκλισέ “πισωμαχαιρώματος”, απλώς θέλω να τους ρωτήσω. Με ποιον η σιωπή σας δεν αντηχούσε αμηχανία, αλλά άνεση και οικειότητα; Με ποιον ανακαλύψατε πρώτη φορά το αυθεντικό σας νευρικό γέλιο και την έννοια του “πέρνα καλά”; Με ποιον παίρνατε μια ανάσα τις Κυριακές το απόγευμα στην καφετέρια που βρισκόταν στο μέσο της απόστασης μεταξύ των σπιτιών σας; Με ποιον μιλούσατε στην αποβάθρα του λιμανιού επί πέντε συνεχόμενες ώρες και νιώθατε ότι αυτό δεν είναι αρκετό; Με ποιον νιώσατε ότι λέγατε “άλφα” και καταλάβαιναν “άλφα” ; Και μάλιστα σας πήγαιναν και πιο μακριά με την αναφορά στην ύπαρξη ενός “βήτα”; Με τη βοήθεια ποιου προσπαθούσατε να κρύψετε τα δάκρυά σας εκείνο το πρωινό Παρασκευής στις βομβαρδισμένες με ανθρώπους σκάλες; Σε ποιον είπατε πρώτη φορά για τις κρίσεις πανικού σας;
Με ποιον φωνάζατε στον δρόμο “είμαστε υπέροχοι” όχι αυτή τη φορά για να το ακούσουν οι άλλοι, αλλά για να το ακούσετε εσείς και όχι για να το πιστέψετε -επειδή το πιστεύατε ήδη-, αλλά για να συγκεκριμενοποιήσετε την ευγνωμοσύνη που νιώθετε για τη φιλία που έχετε χτίσει; Σας έκαψα και πάλι. Αλλά μείνετε λίγο ακόμη μαζί μου.
Με ποιον ευχαριστείτε το σύμπαν ή τον Θεό ή όποιους θεούς θέλετε για τη στιγμή που ζείτε και την τύχη που είχατε να γνωριστείτε; Ποιος σας έκανε να ελπίζετε και πάλι ότι είστε καλός άνθρωπος και ότι δεν έχετε χάσει τα λογικά σας; Ποιος σας βοήθησε να εκτιμήσετε τη μουσική όπως της αξίζει; Ή μάλλον, ποιος σας βοήθησε να εκτιμήσετε τη φιλία όπως της αξίζει;
Συγγνώμη αν ακούγομαι επιθετικός, δεν στοχεύω σε αυτό. Είναι που είμαι πονεμένος, βλέπετε. Και μπορεί να είμαι και αφελής και η φιλία χωρίς αναστολές να είναι ένα ακόμη παραμύθι. Όμως τέτοιου είδους παραμύθια μας δίνουν δύναμη να προχωρήσουμε και ας μας πονούν με την αλήθεια τους, γιατί αυτός ο πόνος τουλάχιστον αξίζει.
Και γι’ αυτόν τον πόνο σ’ ευχαριστώ.