Κλείνω τα μάτια και βλέπω τη θάλασσα καταγάλανη να αστράφτει από τον ήλιο που καθρεπτίζεται. Το κύμα σκάει στη στεριά και παρασέρνει μαζί του τα καστράκια που ήταν φτιαγμένα στην άμμο. Τα παιδάκια που τα είχαν χτίσει θα έρθουν την επόμενη μέρα και θα συνειδητοποιήσουν πως το νερό τα εξαφάνισε, όμως δε θα στεναχωρηθούν, ούτε θα κατηγορήσουν τη θάλασσα γι’ αυτό. Θα συνεχίζουν να παίζουν ανέμελα κοντά της και να φτιάχνουν κι άλλα κάστρα, πιο καλά οχυρωμένα, έχοντας την ελπίδα πως αυτήν τη φορά θα παραμείνουν ακέραια.
Η θάλασσα, σα να άκουσε τις ευχές τους, γαλήνεψε και δεν τα ξαναπείραξε. Δεν ήθελε να παρασύρει ξανά στο βυθό της τα παιδικά όνειρα. Και τα παιδιά την εμπιστεύτηκαν και τσαλαβούτηξαν στα νερά της. Κολύμπησαν μέχρι μέσα και μάζευαν όλων των λογιών τα κοχύλια που έβρισκαν. Άλλα ολόκληρα και άλλα σπασμένα, που τα ένωναν μεταξύ τους για να μην πονάνε που έχασαν το άλλο τους μισό. Και όταν ο ήλιος έδυε και έδινε τη θέση του σιγά σιγά στο φεγγάρι, απογοητευμένα τα παιδιά άφηναν τη θάλασσα πίσω τους και έφευγαν με τη λαχτάρα να την ξαναδούν την επόμενη μέρα.
Και η θάλασσα στεναχωριόταν και αγρίευε. Τα κύματά της ξεσπούσαν πιο βίαια στη στεριά. Κάλυπταν την άμμο και τα βότσαλα και έπαιρναν μαζί τους ό,τι έβρισκαν στο πέρασμά τους. Όμως κάθε φορά που τα μικρά πλασματάκια ερχόντουσαν να παίξουν με τις πρώτες ακτίνες του ήλιου ημέρευε και ένιωθε ευτυχία και ευγνωμοσύνη που της έδιναν και πάλι σημασία.
Έτσι περνούσαν οι μέρες μέχρι να έρθει η πιο ψυχρή εποχή του χρόνου και να παγώσει γύρω της τα πάντα. Η παραλία ερήμωνε, η θερμοκρασία της θάλασσας έπεφτε απότομα υπό το μηδέν. Πάγωνε ο βυθός της και η ζωή που κατοικούσε μέσα της. Χιονονιφάδες άγγιζαν την επιφάνειά της και γινόντουσαν ένα με αυτήν. Η θάλασσα υπέφερε από το κρύο και ευχόταν να έρθει ξανά το καλοκαίρι, με τον ήλιο να ξεπροβάλλει και να ζεστάνει τα νερά της. Θα ξαναέβλεπε τα αγαπημένα της παιδάκια να παίζουν μαζί της και θα ζωντάνευε. Θα έπαιρνε χρώματα διάφορα, όλες τις αποχρώσεις του μπλε, παίρνοντας παράδειγμα από τον φίλο της τον ουρανό, και ο ήχος των κυμάτων της θα ανακούφιζε τις ψυχές των ανθρώπων.
Άλλωστε αυτό περιμένει πάντα μια θάλασσα. Να θεραπεύει τις υπάρξεις αυτού του κόσμου και να τις ταξιδεύει, όπως κάνουν τα καράβια. Μόνο που αυτή δε θέλει να παίρνει τίποτα για αντάλλαγμα, παρά μόνο να μοιράζει όνειρα, ελπίδες και αναμνήσεις. Κι ας είναι καμιά φορά τρομακτική και φουρτουνιασμένη. Η ορμητικότητά της δε θέλει το κακό σου, μα να σου μάθει να αγαπάς και να αντέχεις στα δύσκολα.
Υποσημείωση: Υποβρύχια φωτογραφία από Χαλκιδική