«Μόνο μέσα από τους πίνακές μας μπορούμε να μιλάμε»

Στις 30 Μαρτίου 1853 γεννιέται στο ολλανδικό χωριό Ζούντερτ, το μεγαλύτερο παιδί μιας οικογένειας επτά παιδιών. Από πολύ μικρή ηλικία προσπαθεί να καταπιαστεί με διάφορες ασχολίες, αλλά τίποτα δεν του κεντρίζει το ενδιαφέρον. Αρχίζει να σπουδάζει θεολογία, επηρεασμένος φυσικά και από το επάγγελμα του πατέρα του, που είναι πάστορας. Στα 27 του χρόνια αποφασίζει να ασχοληθεί με την ζωγραφική και να παρακολουθήσει κάποια μαθήματα. Μέσα σε 10 μόλις χρόνια, πραγματοποιεί το όνειρο πολλών καλλιτεχνών με τα έργα του.

O Jan Hulsker εύστοχα παρατηρεί στη βιβλιογραφία του για τον καλλιτέχνη πως «αν είχε πεθάνει στα 27 αντί τα 37 του χρόνια, δεν θα είχε καμία θέση στην ιστορία των εικαστικών τεχνών». Ο άνθρωπος αυτός δεν θα μπορούσε να είναι άλλος εκτός από τον Vincent van Gogh, ο οποίος καταλήγει να αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους πατέρες της τέχνης του 20ου αιώνα.

Ξεκινάει ως μεταϊμπρεσιονιστής. Η επίδραση που ασκεί στα μεταγενέστερα κινήματα του εξπρεσιονισμού, φοβισμού και της αφηρημένης τέχνης είναι καταλυτική. Περνάει μία ζωή γεμάτη δυστυχία και προβλήματα, οπότε είναι εύλογο ότι, για να τον μελετήσουμε, πρέπει να λάβουμε υπόψιν μας την ταραγμένη ζωή του. Αγαπάει τον βασανισμένο άνθρωπο της βιομηχανικής κοινωνίας και πιστεύει πως η ζωγραφική μπορεί να τον ανακουφίσει.

Από τον Gauguin διδάσκεται ότι το χρώμα είναι κάτι από μόνο του. Έχει, πέρα από τις περιγραφικές, και εκφραστικές δυνατότητες. Χρησιμοποιεί έντονα καφετιά και σκούρα χρώματα, στην αρχή της καριέρας του, για να εκφράσει την αποτυχία της ζωής του. Τα έντονα σκούρα χρώματα, όμως, παραμερίζουν δίνοντας την θέση τους στα φωτεινά χρώματα των εμπρεσιονιστών και νεοεμπρεσιονιστών.

Μέσα σε δύο μόλις χρόνια, αλλάζει ριζικά ο τρόπος που ζωγραφίζει. Σιγά σιγά αρχίζει να χρησιμοποιεί στους πίνακες του το μπλε και το κίτρινο, το οποίο κίτρινο θεωρεί χρώμα της αγάπης. Εκμεταλλεύεται την έννοια της προοπτικής, τα έντονα περιγράμματα, τις σκιάσεις και τα μεταξύ τους αντικρουόμενα χρώματα για να αποτυπώσει την κλειστοφοβία του και τον φόβο του για τον κόσμο. Νομίζω ότι είναι πλήρως κατανοητό ότι οι ανοιχτόχρωμες αποχρώσεις υποδηλώνουν την χαρά της ζωής και τα σκούρα χρώματα τις δυσκολίες της. Ίσως αν προσπαθήσουμε να το αναλύσουμε από ψυχολογικής άποψης να καταλήξουμε στο συμπέρασμα πως η χρήση φωτεινότερων χρωμάτων οφείλεται στο κενό που ένιωθε μέσα του για την πραγματική ευτυχία.

Όμως εδώ ήρθε η ώρα να αναρωτηθούμε. Χρησιμοποιεί το κίτρινο χρώμα μόνο επειδή το προτιμάει από τα υπόλοιπα και το θεωρεί ως χρώμα της αγάπης και της ευτυχίας; Έχει δημιουργηθεί η εικασία ότι ο Van Gogh πάσχει από μία ασθένεια που ονομάζεται ξανθοψία. Ουσιαστικά με την ξανθοψία βλέπει κανείς έντονες αποχρώσεις του κίτρινου και ένα θαμπό περίγραμμα γύρω από φωτεινά αντικείμενα, πράγμα που παρατηρούμε πολύ έντονα στους πίνακες του καλλιτέχνη.

Ο Van Gogh είναι ένα κλασικό παράδειγμα για το πόσο τα βιώματα του καθενός τον καθορίζουν, πάσχει από κατάθλιψη και αυτή αποτυπώνεται πολλές φορές στα έργα του. Αν δεν είχε ζήσει όλες αυτές τις δυσκολίες, πολύ πιθανό να μην αναλύονταν τόσο διεξοδικά, γιατί θα θεωρούνταν “ένας ακόμη καλλιτέχνης”. Ίσως αρκετά απόλυτο αυτό που λέω, αλλά αναμφίβολα ο διαταραγμένος του ψυχικός κόσμος τον βοηθάει να ξεδιπλώσει όλο αυτό το ταλέντο και να φτάσει στο σημείο να σκεφτεί τα θέματα των πινάκων του. Είναι ένας άνθρωπος ”περίεργος” και αυτό το γνωρίζουμε από τις μαρτυρίες των γύρω του. Γι’ αυτό τον λόγο προτού αναγνωριστεί η ιδιοφυΐα του, τα έργα του επικρίνονται σκληρά.

Τι άλλωστε κάνει έναν άνθρωπο να ξεχωρίζει πιο πολύ από τα ιδιαίτερα χαρίσματα που διαθέτει;

Την άνοιξη του 1888 αρχίζουν να παρουσιάζονται τα πρώτα σαφή συμπτώματα της σχιζοφρένειας του και οι εσωτερικές αντιθέσεις να γίνονται ολοένα και πιο αιχμηρές.

Ο αδερφός του Theo έχει γράψει για τον αδερφό του:

« Είναι σαν να ζουν μέσα του δύο άνθρωποι. Ο ένας θαυμαστά προικισμένος και τρυφερός, ο άλλος εγωιστής και σκληρόκαρδος. Είναι θλιβερό να γίνεσαι εχθρός του ίδιου σου του εαυτού» .