Τις προάλλες που είχα μια συζήτηση, ένας γνωστός μού εκδήλωσε τη δυσαρέσκειά του για την τάση ορισμένων που διαβάζουν τα λεγόμενα ΄΄εμπορικά βιβλία΄΄ να δηλώνουν λάτρεις των βιβλίων. Εγώ από την πλευρά μου υποστήριξα πως αν και στο παρελθόν θα συμφωνούσα με αυτήν την αγανάκτηση, έχω καταλήξει στο συμπέρασμα πως ο καθένας έχει τα δικά του αναγνωστικά γούστα και πως, εκτός αυτού, κανένας δεν είναι αναγκασμένος να ”ψάχνεται” στο να διαβάσει κάτι πιο ποιοτικό από τη στιγμή που αυτού του είδους τα βιβλία αποτελούν διέξοδο από τη δική του ρουτίνα.
Η όλη συζήτηση με έβαλε σε σκέψεις σχετικά με το γιατί νιώθουμε αυτήν την ανάγκη του να συμπεριληφθούμε στην κατηγορία των ”ψαγμένων” και από την άλλη αντίστοιχα, να κρίνουμε εκείνον που δεν είναι. Θεωρώ πως αυτό ξεκινά με την ενηλικίωση και πολλές φορές με την ένταξή μας στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Μέχρι το Λύκειο, η ιδέα του να ”διαφέρεις” είναι κατακριτέα ενώ με την αποφοίτησή μας από αυτό, αποτελεί αναγκαίο κακό.
Για να γίνω σαφής, δεν αναφέρομαι στο να έχεις ορισμένα αισθητικά γούστα αλλά στο να περιορίζεις εν μέρει την πραγματική σου αισθητική και παράλληλα να εντάσσεις στη ζωή σου εκείνη που δε σε εκφράζει. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η αναφορά σε συγκεκριμένους καλλιτέχνες ή είδη μουσικής ως ”guilty pleasure”.
Δεν είναι τρελό το γεγονός πως στη σύγχρονη εποχή της ρουτίνας, όπου το μεγαλύτερο ποσοστό της μέρας μας είναι αφιερωμένο σε υποχρεώσεις, θεωρούμε απαραίτητο να τσεκάρουμε συγκεκριμένα κουτάκια στον τρόπο που ψυχαγωγούμαστε και περνάμε τον λιγοστό ελεύθερο χρόνο που μας απομένει; Πόσο μάλλον να κρίνουμε κάποιον που δεν επιλέγει να το κάνει αυτό; Just random thoughts.