Το 1982 ξεκινά η πολεμική σύρραξη 10 εβδομάδων μεταξύ Ηνωμένου Βασιλείου και Αργεντινής για τα Νησιά Φώκλαντ, με την Αργεντινή να γνωρίζει μια συντριπτική ήττα. Τέσσερα χρόνια αργότερα οι Αργεντίνοι θα έπαιρναν -άτυπα- το αίμα τους πίσω νικώντας τους Άγγλους στο μουντιάλ του Μεξικού, χάρη σ’ ένα φτωχόπαιδο από το Μπουένος Άιρες που ήξερε καλά μπάλα αλλά ήξερε να βάζει και το χεράκι του όπως πρέπει.
25 Νοεμβρίου 2020, και ο θρύλος του Παγκοσμίου ποδοσφαίρου Ντιέγκο Μαραντόνα φεύγει από τη ζωή, αφήνοντας πίσω μνήμες του ξεχωριστού ταλέντου, του στυλ αλλά και της ποδοσφαιρικής αλητείας του. Το αγαπημένο “10” όλων, ο άνθρωπος που άλλαξε τον Ιταλικό Νότο και κέρδισε ένα παγκόσμιο κύπελλο για την χώρα του, είναι ένας θρύλος για τις σημερινές γενιές. Το χέρι του Θεού ήταν το τέλειο έγκλημα με 114 χιλιάδες μάρτυρες, και αφιερωμένο βεβαίως στην αγαπημένη των Λατίνο-Αμερικάνων Μάγκι. Ελ Κορασόν και Αμπισελέστε, o Ντιέγκο ήταν παραπάνω από ένας απλός ποδοσφαιριστής.
Το 1984 αφήνει την Μπαρτσελόνα και μετακομίζει στην Νάπολη για 10.8 εκ ευρώ. Η Νάπολη ήταν μια ομάδα που πάλευε να μείνει στην πρώτη κατηγορία του πρωταθλήματος, σε μία πόλη που ήταν από τις πιο φτωχές της Ευρώπης και γνώριζε την απόλυτη απαξίωση από τον πλούσιο Ιταλικό Βορρά. “Ζήτησα σπίτι και μου έδωσαν διαμέρισμα, Φεράρι και μου έδωσαν Φίατ”, είχε πει ο Μαραντόνα όταν ήρθε στην Νάπολη. Σε μια πόλη διψασμένη για αναγνώριση, ο Ντιεγκίτο ήρθε ως Μεσσίας και κουβάλησε τα όνειρα και τις φιλοδοξίες των φτωχών Ναπολιτάνων όπως κανείς άλλος δεν είχε καταφέρει. Για την Ποδοσφαιρική Ιστορία, ο Μαραντόνα χάρισε το πρώτο πρωτάθλημα στον Ιταλικό Νότο το 1987, το δεύτερο το 1990, ένα κύπελλο το 1987 και το κύπελλο ουέφα το 1989. Ένας άνθρωπος με ένα ξεχωριστό ταλέντο έβαλε μία πόλη στον χάρτη και δοξάστηκε σαν Θεός. Ταπεινός όπως ήταν, θεώρησε αυτές τις συγκρίσεις υπερβολικές.
Το 1986, όντας ο κορυφαίος παίκτης της διοργάνωσης, θα κερδίσει το Παγκόσμιο κύπελλο με την χώρα του και θα μπει στην λίστα των κορυφαίων όλων των εποχών. “Μισός άγγελος-μισός διάβολος”, έγραφε η εφημερίδα L’Equipe μέτα τον προημιτελικό με την Αγγλία, όπου το πρώτο του γκολ το σκόραρε με το χέρι και το δεύτερο ήρθε 4 λεπτά αργότερα, αφού πέρασε όλη την αντίπαλη ομάδα για να μας χαρίσει ένα από τα ομορφότερα γκολ στην ιστορία. Νικώντας την Δυτική Γερμανία στον τελικό, ο Μαραντόνα χάρισε στην Αμπισελέστε το πιο σημαντικό τρόπαιο, αφιερώνοντας το στην οικογένεια του και την χώρα του.
Στη συνέχεια της διεθνούς καριέρας του, ο Ντιέγκο θα αντιμετωπίσει ξανά την Δυτική Γερμανια στον τελικό του Μουντιάλ το 1990, αλλά αυτή την φορά θα γνωρίσει την ήττα. Δυστυχώς ο Μαραντόνα θα απασχολήσει τον παγκόσμιο τύπο με την εξάρτησή του από την κοκαΐνη τα επόμενα χρόνια και θα σκοράρει το τελευταίο γκολ του με την φανέλα της Αργεντινής ενάντια στην Ελλάδα στο Μουντιάλ του 1994. Ο 34χρονος τότε Ντιέγκο θα αγωνιζόταν στα πρώτα δύο παιχνίδια της φάσης των ομίλων και θα αποβαλλόταν απο την διοργάνωση λόγω χρήσης εφεβρίνης για απώλεια κιλών. Το 1995, και αφού πέρασε απο Σεβίλλη και Ολντ Μπόις, επέστρεψε στην ομάδα της καρδιάς του, την Μπόκα Τζουνιορς στην Αργεντίνικη πρωτεύουσα και γενέτειρα του. Έδωσε το τελευταίο του σόου στις 25 Οκτωβρίου 1997 κόντρα στην Ρίβερ Πλέιτ.
Ο Μαραντόνα προσέφερε στους Αργεντινούς μια διέξοδο από τη συλλογική απογοήτευση που βίωσε η χώρα σε χρόνια ακραίας φτώχειας υπό το δικτατορικό καθεστώς. Ο Ντιεγκίτο έπαιζε για την κοινότητα, που τον αγαπούσε και τον στήριζε. Αν και το τέλος της καριέρας του ήταν άδοξο για την κλάση του, εμείς θα τον θυμόμαστε ως έναν ηγέτη που δεν διάλεξε την άνεση και τους εύκολους τίτλους. Ένας μαχητής με μία αφάνα και με λιγά παραπάνω κιλά που έχανε από τα τέρατα μέχρι που τα κέρδισε. Ίσως να πέταξε πολύ κοντά στον ήλιο και να έκαψε τα φτερά του, αλλά τουλάχιστον εδειξε στις μελλοντικές γενιές πόσο ψηλά μπορεί να φτάσει κάποιος. Ο Ντιέγκο είχε τόσο μεγάλη καρδιά που στο τέλος ούτε η ίδια δεν τον άντεξε, αλλά θα έχει για πάντα μια θέση στις καρδιές όλων των ποδοσφαιρόφιλων και μη.
“I am Maradona, who makes goals, who makes mistakes. I can take it all, I have shoulders big enough to fight with everybody.”