Η ιστορία της γυναικείας εκπαίδευσης στην Ελλάδα – μια ιστορία ανισότητας

Όσο κι αν κάποια πράγματα τα θεωρούμε δεδομένα στη σημερινή εποχή, παλιότερα χρειάστηκαν αδιάκοποι αγώνες και θυσίες για να καταφέρει η κοινωνία μας να είναι αυτή που είναι σήμερα. Ένα από αυτά τα «δεδομένα» που πλέον θεωρούμε είναι και η ίδια η εκπαίδευση. Ως γνωστόν άλλωστε αυτή αποτελούσε προνόμιο του αρσενικού φύλου και αργότερα προνόμιο και αρκετών γυναικών που κατάγονταν από εύπορες οικογένειες.

Τον 19ο αιώνα, λοιπόν από το 1834 η δημοτική εκπαίδευση χαρακτηρίζεται υποχρεωτική με τα ποσοστά φοίτησης των γυναικών να είναι σχεδόν μηδαμινά, αφού το 93% των γυναικών δήλωνε αναλφάβητο. Ο λόγος; Ο προφανής. Οι προτεραιότητες των γονέων σχετικά με την εκπαίδευση των κοριτσιών τους, καθώς και οι αντιλήψεις και προκαταλήψεις της εποχής αποτελούσαν τροχοπέδη για την ανέλιξη των γυναικών. Ιδιαίτερα στις αγροτικές περιοχές και στα χαμηλά κοινωνικο-οικονομικά στρώματα ήταν προτιμότερη η θέση τους μέσα στο σπίτι, τόσο για τη φροντίδα της οικογένειας, όσο και για τις δουλειές του σπιτιού. Από τα εννέα τους χρόνια εργάζονταν ως υπηρέτριες και εργάτριες σε εργοστάσια, υφαντουργεία, μεταξουργεία και πολλές φορές ως μαθητευόμενες σε ραφτάδικα και καπελάδικα.

Το 1897 η Καλλιρόη Παρρέν, Ελληνίδα δημοσιογράφος και μια από τις πρώτες Ελληνίδες φεμινίστριες, ιδρύει τη «Σχολή της Κυριακής των Απόρων Γυναικών και Κορασιών του Λαού», όπως επίσης και τη «Σχολή Υπηρετριών» και την «Οικοκυρική και Επαγγελματική Σχολή». Η ίδια, ούσα εκδότρια της «Εφημερίς των Κυριών», δέχτηκε πικρόχολη κριτική από τον Εμμανουήλ Ροΐδη, ο οποίος στο άρθρο του «Αι γράφουσαι Ελληνίδαι» υποστηρίζει πως η κρίση των γυναικών είναι μικρότερη των αντρών και πως τα δύο επαγγέλματα που ταιριάζουν σε μια γυναίκα δεν είναι άλλα από αυτά της νοικοκυράς και της εταίρας, υιοθετώντας έτσι τη ρήση του Γάλλου συγγραφέα Προυδών. Ο τελευταίος παρομοίαζε τις γυναίκες που διεκδικούσαν τα πνευματικά τους δικαιώματα με «γιγάντισσες αθλήτριες» ή και «γενειοφόρους γυναίκας», που εμφανίζονται μόνο στα πανηγύρια και είναι αποκρουστικές, θέλοντας να τονίσει με αυτόν τον τρόπο πως η πνευματική και επαγγελματική πρόοδος είναι «φτιαγμένη» μονάχα για τους άντρες.

Ακόμη και όταν η εκπαίδευση θεωρήθηκε απαραίτητη για τη γυναικεία φύση, αυτή δεν εστίαζε παρά μόνο σε αυτά που θεωρούσαν ότι «έπρεπε» να γνωρίζουν οι γυναίκες εκείνης της εποχής. Οι στόχοι της εκπαίδευσης των κοριτσιών ήταν σαφέστατα διαφορετικοί από αυτούς της εκπαίδευσης των αγοριών. Αυτό σήμαινε πως τα προγράμματα των Παρθεναγωγείων προετοίμαζαν τα κορίτσια για να γίνουν μητέρες και οικοδέσποινες και στα ανώτερα στρώματα προστίθενται και η εκμάθηση ξένων γλωσσών, πιάνου, οικιακής οικονομίας και εργόχειρα χρηστομάθειας. Στη συνέχεια το μόνο κοινωνικά αποδεκτό και αναγνωρισμένο επάγγελμα για τη γυναίκα θεωρήθηκε αυτό της δασκάλας, ωστόσο οι απόψεις για την ίδρυση δημόσιου διδασκαλείου με αποκλειστικό σκοπό την εκπαίδευση της δασκάλας δεν εισακούστηκαν από την πολιτεία.

Από τα παραπάνω συμπεραίνουμε πως το πρόγραμμα μαθημάτων των κοριτσιών καθορίστηκε με κριτήριο τη «φύση» τους και τον «προορισμό» τους, δίνοντας βάρος κυρίως στα πνευματικά χαρίσματα ως ένα προσόν-προίκα που θα είχαν για την παντρειά τους.

Η πρώτη Ελληνίδα φοιτήτρια ήταν το 1890 η Ιωάννα Στεφανόπολι, η οποία έγινε δεκτή  στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών, ύστερα από αρκετές πιέσεις, καθώς ο συντηρητισμός του πρύτανη Γεωργίου Μυστριώτη αποτέλεσε ένα ακόμη εμπόδιο στην εισαγωγή της. Ο ίδιος τόνισε πως «δεν πρέπει να λησμονώμεν τα καθ’ ημάς και την Ελλάδι κοινωνικήν θέσιν της γυναικός, αυτή δε δύναται να εργάζεται και να συναναστρέφεται μεθ’ ανδρών εν τη αγορά, ως εις Ευρώπη συμβαίνει». Εν τέλει την απόφαση για την έγκριση της εισαγωγής της πρώτης Ελληνίδας στο Πανεπιστήμιο παίρνει ο Υπουργός Παιδείας της απελθούσας κυβέρνησης Χαρίλαου Τρικούπη, Αθανάσιος Κανακάρης.

Παρ’ όλα αυτά και για ακόμη μια φορά οι αρνητικές κριτικές και επιθέσεις απέναντι στο συγκεκριμένο γεγονός δυστυχώς δεν έλειψαν από το προσκήνιο. Ο Στόκος, ιδιοκτήτης του περιοδικού «Άστυ» που είχε γελοιογραφίες μορφωμένων γυναικών ως άσχημων και κακοφτιαγμένων, γράφει το 1905 «Ω! Η λόγια δεσποινίς! Ολίγον μύωψ, ολίγον διοπτροφόρος! Αφηρημένη συνήθως, εστί ότε ολίγον κουφή, ολίγον νευροπαθής, ολίγον έξαλλος…», αποδοκιμάζοντας πικρόχολα την οποιαδήποτε γυναικεία ανάμιξη στην εκπαίδευση.

Τα αβάσιμα επιχειρήματα των αρνητών της ισότητας αυτής δεν ήταν άλλα από το ότι δήθεν βλάπτεται η ηθική των κοριτσιών και κινδυνεύει ο θεσμός της οικογένειας. Η οπισθοδρομική θεωρία σχετικά με τη θέση της γυναίκας μονάχα στο σπίτι, έχοντας ως προτεραιότητα τη φροντίδα του συζύγου και των παιδιών αποτελούσε μια ανοιχτή πληγή στην ανδροκρατούμενη αυτή κοινωνία.

Με το πέρασμα των χρόνων και φτάνοντας ήδη στο κατώφλι του 20ου αιώνα η κατάσταση φαίνεται να βελτιώνεται, καθώς ο γυναικείος πληθυσμός μέσα από διαρκείς αγώνες παλεύει για ένα καλύτερο και ισότιμο μέλλον, με την ελπίδα πως οι προσευχές και οι προσπάθειες κάποια στιγμή θα φέρουν καρπούς και θα εισακουστούν.

Έτσι, ο αριθμός των κοριτσιών που φοιτούν σε σχολεία και πανεπιστήμια ολοένα και αυξάνεται, ο αναλφαβητισμός μειώνεται και οι γυναίκες με δειλά βήματα εισρέουν στον επαγγελματικό χώρο, σημειώνοντας επιτυχίες σε αρκετούς τομείς. Η πολιτεία πλέον έχει εγκρίνει τη μέριμνα για τη γυναικεία εκπαίδευση, αφού και οι ανάγκες της σύγχρονης κοινωνίας απαιτούν πλέον καινούριες τροποποιήσεις και αντίστοιχες προσαρμογές. Η ίση μεταχείριση των γυναικών γίνεται απαίτηση και ο αγώνας αυτός συνεχίζεται μέχρι και σήμερα, γιατί ας μην ξεχνάμε πως ενώ η ισότητα υπάρχει στα χαρτιά και είναι νομικώς κατοχυρωμένη, υπάρχει πάντα και ένα αθέατο κατάλοιπο της πατριαρχίας, το οποίο παραμένει ακόμη ζωντανό.