Για τη λύτρωση

Τον τελευταίο καιρό, καθότι έχω βαλτώσει και βρίσκομαι ανάμεσα σε βρόγχους, οι οποίοι με δυσκολεύουν να αναπνεύσω, αναρωτιέμαι συνέχεια το εξής, μπορεί ο άνθρωπος να επαναστατήσει ενάντια στην φύση του; Kαι αν ναι, πώς;

Τις πιο περίεργες ώρες, όταν δεν κοιτάει κανείς και μένω γυμνός με το συναίσθημα μου και το πνεύμα μου να ψάχνει για διέξοδο πέρα από κάθε χαραυγή, πέρα από κάθε Βαστίλη, Ρώμη, Αίγυπτο και Βαβυλώνα, πέρα από κάθε λυκόφως που καταστρέφει όλα τα είδωλα… συνειδητοποιώ πως τελικά είμαστε εμείς οι κυνηγοί των αναγκών μας και όχι οι ανάγκες των κυνηγημένων.

Τότε και μόνον τότε, όταν το πνεύμα έχει κουραστεί να ψάχνει και πλέον αναζητάει ένας μέρος να αναπαυτεί, το σώμα απογοητεύεται, κι έτσι, από καθαρή απαισιοδοξία επιβάλλει ερωτήσεις στην καρδιά του.

Μα όση απαισιοδοξία κι αν υπάρξει, η ελπίδα δεν μπορεί να χαθεί. Γίνεται τυφώνας από στόμα λιονταριού και αρχίζει να βρυχάται καθώς περιστρέφεται, ώστε η παρουσία της να γίνει κάτι παραπάνω από αισθητή, να γίνει βάλσαμο για την καρδιά και στιχάκι που μονολογεί τρελός την ώρα της χαράς του. Καθώς το σώμα βασανίζεται, το κεφάλι βαραίνει από την σκέψη και περισυλλογείται.

Γίνε πουλί φίλε μου, με διάπλατα φτερά, μυτερό ράμφος και πέτα… πέτα αμέτρητα μέτρα και μην γυρίζεις πίσω να κοιτάξεις. Πέτα ψηλά γιατί μόνο από ψηλά φαίνεται η μάζα, μόνο από ψηλά μπορείς να δεις τα πράγματα όπως όντως είναι και να ξεχωρίσεις.

Γι’ αυτό πέτα με όλη σου την δύναμη… κι αν πάλι δεν γίνεις πουλί και δεν πετάξεις, γίνε νερό και κύλα, γίνε ποτάμι και παράσυρε ολάκερη τη μάζα, γίνε χείμαρρος με όλη σου την ορμή και πνίξε όλο τον κόσμο. Κι αν στο τέλος μολυνθείς και γίνεις βάλτος, μην ανησυχήσεις, πάντα θα υπάρχουν οι φίλοι σου τα δέντρα.

Εν τέλει… μένει όρθιο μόνο ό,τι θελήσουμε εμείς.