Άνθρωποι-αναπτήρες

Πολλές φορές νομίζουμε ότι καταλαβαίνουμε τους ανθρώπους. Νομίζουμε ότι ξέρουμε τι περνούν, ερμηνεύουμε τις πράξεις τους αυθαίρετα, σαν να είμαστε ειδήμονες στην ανάλυση της ζωής ενός άλλου.

Κρίνουμε. Κρίνουμε σαν να είμαστε σίγουροι ότι έχουμε δει την άλλη πλευρά, ενώ μπορεί να μην έχουμε δει καν καθαρά τη δική μας. Ίσως μπορούμε να δούμε τη σκιά ή έστω μια θολή και πολλές φορές διαστρεβλωμένη αντανάκλαση της οπτικής ενός άλλου ανθρώπου. Γιατί αν τη βλέπαμε καθαρά, θα ανακαλύπταμε μια πορεία σκοτεινότερη από αυτή που νομίζουμε ότι διασχίζει. Την οποία αν διανοηθούμε να την κοιτάξουμε στιγμιαία, την αποκλείουμε ως αδύνατη, επιλέγουμε να μην την δεχτούμε, φοβόμαστε. Όχι γιατί δε μπορούμε να ξέρουμε πόσο πυκνό είναι το σκοτάδι εκεί. Αλλά πιο πολύ γιατί προηγουμένως φοβηθήκαμε να αντικρίσουμε πόσο πυκνό είναι το δικό μας σκοτάδι. 

Πόσο δύσκολο είναι να κατανοήσουμε το δικό μας σκοτάδι. Και έτσι δεν μπορούμε να διανοηθούμε ότι κάποιος άλλος μπορεί να ζει στο δικό του. Και έτσι αρνούμαστε να το δούμε. 

Κατατρομαγμένοι αναζητούμε την επιβεβαίωση που θα μας πείσει ότι εμείς δεν έχουμε τέτοιο σκοτάδι. Αλλά μέσα μας ξέρουμε ότι αυτό είναι εκεί και γίνεται όλο και πιο μελανό όσο εμείς κλείνουμε τα μάτια μας στην προσπάθειά μας να το αποφύγουμε.

Και έτσι, αναζητούμε ανθρώπους-αναπτήρες για να σπάσουμε το πυκνό σκοτάδι και να μας κρατήσουν το χέρι. Και προχωράμε λίγα εκατοστά τη φορά. Μέχρι να φυσήξει κάποιο αεράκι και να τους σβήσει. Και έτσι επανέρχεται το σκοτάδι και τα μάτια μένουν πάλι σφαλιστά.

Όμως ακόμη κρατάς σφιχτά το χέρι τους. 

Στο σκοτάδι μαζί, αλλά ο καθένας αντικρίζει διαφορετικά πράγματα σε αυτό ξεκλέβοντας ματιές ανάμεσα από τα δάχτυλά του που καλύπτουν πεισματικά τα μάτια του. Αδυνατώ να εισέλθω στο σκοτάδι σου και εσύ στο δικό μου διότι είναι παράλληλα, δεν τέμνονται πουθενά. Πάντα φτάνω κοντά, αλλά ποτέ δεν το φτάνω πραγματικά. Όχι τουλάχιστον μέχρι να αποκτήσω πρόσβαση στο δικό μου. Κατανοώντας το σκοτάδι μου μπορώ να κατανοήσω το δικό σου. 

Να κατανοήσω. 

Και όταν κατανοήσω, βλέπω πόσο άσχημος και σκληρός και ανελέητος μπορεί να είναι ο κόσμος. Και είναι. Όμως ταυτόχρονα ανακουφίζομαι γιατί έχω την επιλογή. Την επιλογή να αφήσω το σκοτάδι ή να ανάψω το φως, όπως είπε κάποτε ένας αγαπημένος χαρακτήρας βιβλίων.

Και ανάβω λίγο από το δικό μου φως. Και έτσι το δικό μου φως φωτίζει και λίγο το σκοτάδι του διπλανού μου, ενός τυχαίου περαστικού, και πιο πολύ του ανθρώπου που μου κρατά το χέρι. Και έτσι παίρνουν και αυτοί θάρρος και ανάβουν και το δικό τους φως. Και, κάπως έτσι, ο κόσμος φαντάζει λιγότερο σκληρός. Και θαρρείς πως επειδή έχει την επιλογή να είναι λιγότερο σκληρός, έναν άνθρωπο τη φορά, δεν δικαιολογείται η σκληρότητά του.

Δεν είναι λίγες οι φορές που αναρωτιόμαστε πώς γίνεται, λοιπόν, ένας άνθρωπος να προβαίνει σε τόσο αποτρόπαιες πράξεις. Ίσως μόνο ο ίδιος το ξέρει. Και ίσως εμείς να μην μπορέσουμε να το κατανοήσουμε ποτέ. Αλλά μπορούμε να του προσφέρουμε λίγη από τη δική μας γνώση σχετικά με το φως, να τον καθοδηγήσουμε ώστε να ανάψει ο ίδιος το δικό του. 

Να τον βοηθήσουμε.

Διαφορετικά, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να πνιγεί όχι μόνο από το δικό του σκοτάδι, αλλά και από τη δική μας έλλειψη φωτός. Γι’ αυτό έχουμε την ευθύνη να συνεχίσουμε να είμαστε άνθρωποι-αναπτήρες. Και να κατανοούμε έστω έναν άνθρωπο τη φορά.  

Και αν, λέω αν, φυσήξει κάποιος πιο δυνατός άνεμος και σβήσει μαζικά τους ανθρώπους-αναπτήρες, μην φοβηθείς και μην κρατήσεις τα μάτια σφαλιστά στο σκοτάδι.

Γιατί μόνο αν τα ανοίξεις, θα δεις καθαρά τον νυχτερινό έναστρο ουρανό.