Τους τελευταίους μήνες ανακάλυψα ένα φαρμακείο με ομοιοπαθητικά, οργανικά και φυτικά φάρμακα. Μου θύμιζε έντονα τα μικρά μαγαζάκια στην Αγγλία που πουλάνε αφρόλουτρα, είδη μπάνιου και καλλωπισμού. Είχε μίνι οδοντόπαστες με λουλούδια και κάκτους, χτένες με τις πιο όμορφες ηρωίδες της Disney, σαπούνια από την Μαύρη θάλασσα, χειροποίητα αφρόλουτρα από καρπούς βερίκοκου για την ευαίσθητη περιοχή, οργανικά υφάσματα για την εξοχή και γενικώς προϊόντα από εταιρίες που ακολουθούν τις σύγχρονες τάσεις της εναλλακτικής βιομηχανίας: Eco-friendly προϊόντα “from nature to you”, με minimal αισθητική, απαλά και ενίοτε έντονα χρώματα, προσεγμένες και από ανακυκλώσιμο χαρτί συσκευασίες και φυσικά με αρώματα απ’ όλα τα μήκη και πλάτη του κόσμου.
Η κοπέλα που εργαζόταν στο μικρό αυτό φαρμακείο μού περιέγραφε με γλαφυρό τρόπο τις ιδιότητες των προϊόντων, τα οφέλη τους στην υγεία, τη φιλοσοφία του μαγαζιού και ό,τι άλλο χρειαζόμουν για να αγοράσω «τελικώς» ένα προϊόν. Οι τιμές ήταν αρκετά υψηλές αλλά μαγεμένη από την ευγένεια της υπαλλήλου, από την αισθητική του καταστήματος και από αυτό το μικρό σύμπαν που η ιδιοκτήτρια του φαρμακείου είχε δημιουργήσει, αποφάσισα να το επισκεφτώ 2-3 φορές μέσα στον χειμώνα και να αγοράσω ό,τι χρειαζόμουν.
Είχα καταλήξει στο ότι θα πηγαίνω εκεί (και μόνο εκεί) για να αγοράζω τις κρέμες μου, τα σαπουνάκια που τόσο μου θυμίζουν καλοκαίρι, τα αφρόλουτρα και γενικώς τα φυτικά και ενίοτε ιατρικής φύσης φάρμακα που κατά καιρούς έχω ανάγκη.
Όλα άλλαξαν όμως το προηγούμενο Σάββατο όταν μετά από ένα εσωστρεφές απόγευμα στα σκοτεινά του δωματίου μου, χρειάστηκε να βγω έξω για ένα απορρυπαντικό ρούχων και κατέληξα σε ένα σούπερ μάρκετ καλλυντικών ονόματι «Oggi». Σε αντίθεση με το ομοιοπαθητικό φαρμακείο οι κοπέλες που εργάζονταν εκεί δεν είχαν τις ίδιες γνώσεις γεωγραφίας, βοτανολογίας, φαρμακολογίας, χημείας και ό,τι άλλο μου έρχεται στο νου, η υπάλληλος όμως που με εξυπηρέτησε είχε κάτι άλλο, εξίσου γοητευτικό και ενδιαφέρον: είχε μπρίο, ένα χαριτωμένο θράσος που με ενέπνευσε να της μιλήσω για το λόγο που κινούμουν στο χώρο τόσο έντονα. Της μίλησα για το ζώδιό μου, τις σπουδές μου, τους λόγους που τώρα τελευταία καλλωπίζομαι «τόσο πολύ» και τελικώς της ανέλυσα όλα όσα με τυραννούσαν λίγες ώρες πριν. Όχι όμως με το εξομολογητικό ύφος που χρησιμοποιώ στην ψυχολόγο μου, αλλά με μια υπερκινητικότητα και έμπνευση που άγγιζε τα όρια της θεατρικότητας (αισθάνομαι ότι κατά κάποιον τρόπο την συμπαρέσυρα κι εγώ στο ποτάμι της πολυλογίας μου και πως έτσι τα είπαμε ωραία).
Παράλληλα με την εξωστρέφεια που προέκυψε στο εν λόγω κατάστημα, το οποίο αισθητικά ήταν ακριβώς το αντίθετο με το πρώτο που περιέγραψα, αφού βρήκα το απορρυπαντικό που έψαχνα, ξεναγήθηκα στο χώρο – μόνη μου αυτήν τη φορά – και μελέτησα με περιέργεια τις περιγραφές των προϊόντων, τα συστατικά τους, τα logo, την αισθητική και μερικές φορές τη χώρα προέλευσής τους. Όχι τόσο από την ανάγκη να βρω κάτι το εξωτικό και το «αγγλικό» αλλά περισσότερο επειδή είχα συνηθίσει στα μαγαζάκια με αυτά τα «ιδιαίτερα προϊόντα» να ακούω ότι οι κρέμες, τα υφάσματα και τα αρώματα προέρχονται, από την Αγγλία, τη νότια Γαλλία και όπως ανέφερα και πριν, από μέρη που φαντάζουν μακρινά όπως η Μαύρη Θάλασσα.
Στο «oggi» του κέντρου καμία υπάλληλος δε μου είπε τίποτα από τα παραπάνω, τα βρήκα όμως μόνη μου: οργανικές κρέμες προσώπου από Αλόη, κρέμες χεριών με άρωμα ελιάς, κεριά με χαριτωμένα ζωάκια, αρώματα θάλασσας και φρούτων του δάσους, κρέμες σώματος από κάνναβη, αφρόλουτρα με χρυσαφένιες πέρλες και λαδάκια νυχιών με άνθη λουλουδιών, όπως οι γαρδένιες και οι μαργαρίτες. Με λίγα λόγια, βρήκα εξίσου ωραία προϊόντα, με έλαια και αρώματα κάθε λογής, minimal αισθητική, καθαρή περιγραφή των συστατικών και της χώρας παραγωγής τους και το πιο σημαντικό απ’ όλα σε χαμηλότερες τιμές (και πολλές φορές χαμηλότερες από ένα μέσο ελληνικό σούπερ μάρκετ για πιο δημοφιλείς εταιρίες όπως η “Petit Marseillais” και η “Garnier”.)
Tο συμπέρασμα λοιπόν στο οποίο κατέληξα ήταν ότι, ενώ πολλά από τα προϊόντα του πρώτου και του δεύτερου καταστήματος έμοιαζαν μεταξύ τους (ποιοτικά και αισθητικά), σε αυτό που διέφεραν ήταν το περιτύλιγμα: Ο τρόπος που παρουσιαζόταν ο χώρος (αρχιτεκτονικά και χρωματικά), η δομή των προϊόντων στο χώρο, οι τιμές και τα ταμπελάκια τους (άλλη εντύπωση κάνει το χαρτί με το χειρόγραφο 10 ευρώ και άλλη το πλαστικό που αναγράφει πάνω 3,99), τα ρούχα των εργαζομένων, το ύφος της ομιλίας τους, και άλλα τόσα τα οποία υπό μια έννοια δεν έχουν και τόση σημασία γιατί αφορούν τη φαινομενική υπόσταση των πραγμάτων (την εξωτερική τους εμφάνιση με λίγα λόγια) και που η ουσία τους βρίσκεται αλλού: στην ωφελιμότητά τους και στη χρήση τους, στο πόσο σε ικανοποιούν συναισθηματικά και αισθητικά, στη βιωσιμότητά τους ως προς το πορτοφόλι σου και στην τελική στο πώς μετέχεις στην αγορά τους ως πολίτης… όχι μιας συγκεκριμένης κατηγορίας, αλλά ολόκληρου του κόσμου.