“Βυθίζομαι συχνά στις σκέψεις μου,
σε σκέψεις που έμειναν ανείπωτες.
Ίσως σε κάποιες αντικειμενικά ασήμαντες.
Είναι και φορές που χάνομαι, ξεχνώ.
Τι είναι αληθινό, ποιο είναι το πραγματικό.”
Αποχωρίζομαι τη κοινή λογική και μια δική μου εκδοχή της παίρνει πλέον θέση στο ως γνωστόν σε όλους “θέατρο του παραλόγου”.
Μα το συγκεκριμένο έργο δεν θα μπορούσε να είναι γνωστό. Γραμμένο και ερμηνευμένο επί σκηνής μονάχα από εμένα, ένας κλασσικός μονόλογος θα έλεγε κανείς.
Μόνο που να… μοναδικός θεατής και κριτικός του είμαι πάλι μόνο εγώ… εγώ και ο εαυτός μου.
Το θέατρο είναι το μυαλό μου και μέσα σε αυτό δεν θα μπορούσε κάποιος άλλος να έχει θέση. Ούτε από τις καλές, κάπου στη μέση και ψηλά, μα ούτε και από τις φθηνές απ’ όπου δυσκολεύεται κανείς να δει.
Παρ’ όλα αυτά η αυλαία ανοίγει, το παράλογο ξεπροβάλλει και έτσι αρχίζει μια μικρή προσωπική στιγμή αυτοκαταστροφής. Γιατί έτσι έχω αποφασίσει να αποκαλώ αυτό το “overthinking ”.
Έτσι αυτός ο σκηνοθέτης, ο εαυτός μου, αρχίζει επιδεικτικά :
Σκέψεις συνειρμικές με απόλυτη συνάφεια και νόημα που φαντάζει λογικό. Συλλογισμοί, άρτια τοποθετημένοι στη σειρά που καταλήγουν σε άτοπα συμπεράσματα, τα οποία το μυαλό μου ωστόσο δέχεται ως σωστά. Άγχη, τύψεις, έννοιες… ερμηνείες δικές μου, πνίγομαι…
Φτάνει.
Ζητάω βοήθεια.
Με ακούει κανείς; Κάποιος να με βγάλει από αυτή την τρύπα που έριξα τον εαυτό μου.
Κάποιος να ρίξει την αυλαία…
Η παράσταση τελείωσε.
Μα η συνείδησή μου, ως θεατής, παραμένει ακόμα στη θέση της και αρχίζει πλέον να αφουγκράζεται όσα είδε…
“ Έτσι όσο πιο βαθιά εισχωρώ,
στην άβυσσο του νου μου,
τόσο πιο συχνά συνειδητοποιώ
πως είμαι έρμαιο όλων αυτών των ταλαιπωρημένων σκέψεων μου.
Μα συνυπάρχω με αυτές.
Και ας με κυριεύουν.
Και ας με ρίχνουν λίγο λίγο τη φορά.
Πού θα πάει όμως…
Το θέατρο αυτό πρέπει κάποτε να σταματήσει.”