Σε συνέχεια του κειμένου για τη Διπλή ζωή της Βερόνικα, θα προσπαθήσω να δώσω τη δική μου ματιά για τους λόγους που η ταινία αυτή είναι τόσο μοναδική. Δε μου συμβαίνει συχνά, αλλά υπάρχουν αυτές οι στιγμές όπου μια ταινία θα με συγκλονίσει σε τέτοιον βαθμό, ώστε να μην μπορώ να τη βγάλω απ’ το μυαλό μου για μέρες. Η ταινία αυτή υπήρξε η πρώτη που με έφερε σε επαφή με τον Krzysztof Kieślowski. Πλέον θεωρώ πως είναι ένας από τους μεγαλύτερους σκηνοθέτες όλων των εποχών και – αν μη τι άλλο – ο δικός μου αγαπημένος.
Μα γιατί είναι τόσο όμορφη;
Η Βερόνικα/ Βερονίκ δεν μπορεί παρά να σε μαγέψει. Είναι αλήθεια, πως η Irène Jacob που την υποδύεται είναι πανέμορφη, αλλά αυτό που την κάνει αληθινά όμορφη προέρχεται από τη δυνατότητα που μας δίνει ο Kieślowski να τη γνωρίσουμε. Εξάλλου, συμπαθούμε, αγαπάμε ή ερωτευόμαστε πραγματικά κάποιον, μόνο αφού τον γνωρίσουμε. Έτσι, λοιπόν, και ο Kieślowski δε μας αφηγείται τους λόγους για τους οποίους πρέπει ή δεν πρέπει να συμπαθήσουμε τη Βερόνικα˙ μας τους δείχνει. Επικεντρώνεται στις κινήσεις και τις εκφράσεις της, στο πρόσωπό της, το οποίο χρησιμοποιεί ως καμβά για να ζωγραφίσει τον εσωτερικό της κόσμο. Τη βλέπουμε να σκέφτεται, αρχίζουμε να τη γνωρίζουμε και βλέπουμε πως έχει τις ίδιες σκέψεις και ανησυχίες με εμάς. Είναι μια νέα κοπέλα που προσπαθεί να βρει τον δρόμο της, να ανακαλύψει τον προορισμό της. Αναρωτιέται, να ασχοληθεί με τη μουσική, το μεγάλο της ταλέντο, ή να αφεθεί στον έρωτα; Ή μήπως να επικεντρωθεί στο καρδιακό πρόβλημα που την ταλαιπωρεί από τη γέννησή της; Τα ερωτήματά της αγνά, διακρίνεις μέσα τους μια κοριτσίστικη αθωότητα. Και δεν μπορείς παρά να τη συμπαθήσεις, γιατί μέσα από τα μάτια της αναγνωρίζεις τον ίδιο σου τον εαυτό.
Τη Βερόνικα προσωπικά τη θαυμάζω και για έναν ακόμη λόγο. Χαίρεται τη ζωή της, κινείται αβίαστα, σχεδόν αέρινα, μαζί με τον χρόνο που κυλά. Φαίνεται, μάλιστα, σα να έλκει και να έλκεται από το περιβάλλον γύρω της, σα να ερωτοτροπεί διαρκώς μαζί του. Δεν της είναι δύσκολο να ζει. Και αυτό παρόλο που υπάρχουν αρκετά ζητήματα που την απασχολούν, δεν είναι, δηλαδή, η πριγκίπισσα που ζει στον κόσμο της. Πάντα πίστευα ότι πρέπει να είμαστε ευγνώμονες και χαρούμενοι για τουλάχιστον έναν λόγο: επειδή είχαμε την τύχη να γεννηθούμε. Αυτή η ταινία είναι κάπως σα να με επιβεβαιώνει.
Οι αισθήσεις μέσα από την οθόνη
Στη Διπλή ζωή της Βερόνικα βρίσκεται και ο θεατής μέσα στην ταινία, η Βερόνικα τον παίρνει απ’το χέρι και βιώνουν μαζί όσα φαίνεται να βιώνει εκείνη στην οθόνη μόνη της. Όταν ο Kieślowski δείχνει τη Βερόνικα να ανοίγει ένα άδειο κουτί από πούρα και να το μυρίζει, μυρίζεις κι εσύ τα πούρα μαζί της. Όταν ακουμπά την τραχειά επιφάνεια του κορμού ενός δέντρου, νιώθεις κι εσύ τον κορμό στην παλάμη σου. Όταν χαϊδεύει το σώμα του εραστή της, το αισθάνεσαι κι αυτό. Τη βροχή που πέφτει στο πρόσωπό της και την κάνει μούσκεμα απ’ την κορυφή ως τα νύχια. Ακόμη και τα χρώματα – ένα χρυσοπράσινο φίλτρο ντύνει τις περισσότερες σκηνές, η Βερόνικα φοράει κατά κανόνα ζεστά χρώματα, κόκκινο και πορτοκαλί – αποδίδουν μια ζεστασιά. Κυριολεκτικά, σου προκαλούν μια έξαψη. Μέχρι και το τέλος της, η ταινία έχει καταφέρει να σε συμπεριλάβει στον κόσμο της και να σε υπνωτίσει…
Η σφαίρα της διαίσθησης
Από την αρχή της ταινίας υπάρχει διάχυτο το στοιχείο του μεταφυσικού, που επιβεβαιώνεται με την ύπαρξη των δύο πρωταγωνιστριών μας, δύο ολόιδιων υπάρξεων σε δύο διαφορετικά μέρη της γης. Υπό αυτήν την βασική ιδέα ξεκινάει ο εξής δυισμός: πάνω από τις ενέργειες των προσώπων και το σκηνικό επίπεδο αισθανόμαστε σα να υπερίπταται κάτι. Αυτό το «κάτι» συνδέει έντονα τη Βερόνικα με τη Βερονίκ και αργότερα τη Βερονίκ με τον μυστηριώδη κουκλοπαίχτη, τον Αλεξάντρ. Πρόκειται για μια εγκεφαλική σύνδεση η οποία προκύπτει… πώς άραγε; Οι πρωταγωνίστριές μας βρίσκονται σε μια νοητή συνδιαλλαγή, παρόλο που αγνοούν η μια την ύπαρξη της άλλης. Η Βερονίκ εξηγεί πως «είναι λες και υπάρχουν εμπειρίες μέσα της που, ενώ δε θυμάται να τις έχει ζήσει, τη βοηθούν να παίρνει αποφάσεις, σχεδόν την καθοδηγούν». Όταν η Βερόνικα πέσει νεκρή, η σύνδεση των κοριτσιών θα χαθεί και η Βερονίκ θα βυθιστεί σε μια αδικαιολόγητη για την ίδια μελαγχολία. Πρόκειται για μια προσπάθεια του Kieślowski να δώσει τη δική του ερμηνεία για τους λόγους που μπορούμε και διαισθανόμαστε, που βλέπουμε κάποιον για πρώτη φορά και όμως νιώθουμε σα να τον γνωρίζουμε χρόνια…
Δεν μπορώ παρά να σκεφτώ σε αυτό το πλαίσιο το πείραμα του Masaru Emoto με το νερό και το ρύζι. Αυτός, λοιπόν, είχε γεμίσει τρία κλειστά δοχεία με νερό και ρύζι. Κάθε μέρα επί έναν μήνα πήγαινε στο πρώτο δοχείο και ευχαριστούσε το νερό για όλα τα καλά που προσφέρει στον κόσμο. Όταν, όμως, πήγαινε στο δεύτερο δοχείο, του μιλούσε άσχημα, «σε μισώ» του έλεγε. Και στο τρίτο δοχείο δεν έλεγε τίποτα. Το αποτέλεσμα: έναν μήνα μετά, στο πρώτο δοχείο το ρύζι όχι απλά δεν είχε μουχλιάσει, αλλά ανέδιδε και μια πολύ ευχάριστη μυρωδιά, ενώ το δεύτερο δοχείο είχε μαυρίσει. Το τρίτο δοχείο ήταν μουχλιασμένο, αλλά σε σαφώς καλύτερη κατάσταση σε σχέση με το δεύτερο δοχείο. Επιστημονική απόδειξη για τα παραπάνω δεν υπάρχει, παρόλο που ο Emoto υποστήριξε μέσα από μια σειρά παρόμοιων πειραμάτων ότι τα μόρια του νερού δημιουργούν όμορφους ή άτακτους σχηματισμούς, ανάλογα με τη στάση που διατηρούμε εμείς, οι άνθρωποι, ως προς το νερό.
Τώρα, ψέματα και αλήθεια, έτσι ειν’ τα παραμύθια. Όπως, όμως, η διάθεση διαχέεται από τον έναν άνθρωπο στον άλλον (και αυτό είναι ψυχιατρικά γνωστό), γιατί να μη συμβαίνει το ίδιο με τις θετικές ή αρνητικές μας σκέψεις και συμπεριφορές; Ναι, γιατί να μην μπορεί να επηρεάσει η Βερόνικα την Βερονίκ και αντίστροφα; Γιατί να μην μπορούμε εμείς να επηρεάσουμε κάποιον συνειδητά ή ασυνείδητα;
Μουσική από το υπερπέραν
Το αποκορύφωμα μέσα σε αυτό το βίωμα που προσφέρει η Διπλή ζωή της Βερόνικα είναι η ιδιοφυέστατη μουσική του Preisner. Δεν συνοδεύει απλώς τα πρόσωπα και τις εξελίξεις, αλλά δρα ως ένας ακόμη χαρακτήρας της ταινίας που επηρεάζει δυναμικά τις καταστάσεις. Είμαι πλέον βέβαιη πως η μουσική σε αυτήν την ταινία ενσαρκώνει την ψυχή της Βερόνικα/ Βερονίκ. Μαζί με την πρωταγωνίστρια αφήνεις κι εσύ, ως θεατής, ένα κομμάτι σου ελεύθερο. Και, ίσως για πρώτη φορά, συνειδητοποιείς πως, πράγματι, μπορεί να υπάρχει αυτό που ονομάζουμε «ψυχή».
Η Διπλή ζωή της Βερόνικα (1991) είναι μια συμπαραγωγή Πολωνίας – Γαλλίας σε σκηνοθεσία Krzysztof Kieślowski, έναν σκηνοθέτη εστιασμένο στη ζωή και τον άνθρωπο. Μεγαλωμένος στην κομμουνιστική Πολωνία, σε ένα περιβάλλον εχθρικό προς τους πολίτες του, ο Kieślowski ξεκίνησε την καριέρα του γυρίζοντας ντοκιμαντέρ. Θέλησε να αποτυπώσει την πραγματικότητα μέσα από τις ζωές των συμπατριωτών του, όταν συνειδητοποίησε πως δεν μπορούσε – και δεν είχε το δικαίωμα – να εισχωρήσει στις πιο απόκρυφες και προσωπικές στιγμές τους. Σταμάτησε˙ και επικεντρώθηκε στην μυθοπλασία, με χαρακτήρες, ωστόσο, καθ’όλα αληθινούς. Λέει η Irène Jacob, σε μια συνέντευξη που είχε χαρίσει στον Pierre Murat: «[…] οι ήρωες του Kieślowski έχουν όλοι μιαν αξιοπρέπεια που τους ανυψώνει – και ανυψώνει και τους άλλους˙ είναι η ευγένειά τους. Αντιλαμβάνονται συνέχεια μ’ ευαισθησία τον άλλον, ενώ αυτό στη ζωή συμβαίνει σπάνια, σε φωτεινά διαλείμματα – όταν ερωτεύεσαι, για παράδειγμα! Στους ήρωες του Kieślowski, η ένταση είναι συνεχής! Και αυτό σε κάνει περήφανο να τους υποδύεσαι.»
Το ιδιαίτερο στο κινηματογραφικό σύμπαν του Kieślowski είναι πως δεν μας μοιράζει διδάγματα, ακριβώς επειδή και ο ίδιος διαρκώς διερωτάται. Είμαστε βέβαιοι ότι ο τρόπος που κινούμαστε και σκεφτόμαστε δεν επηρεάζει τους άλλους; Είναι η ψυχή αθάνατη, όπως λένε; Μπορεί ο έρωτας/η αγάπη να οδηγήσει στη λύτρωση;