Καθήμενος στο πλοίο του γυρισμού προσπαθώ να υπερνικήσω την μελαγχολία, που πάντοτε συνοδεύει το πέρας των διακοπών, με ένα βιβλίο. Η συγγραφέας διατυπώνει μια ενδιαφέρουσα άποψη που δεν έχω ξανασυναντήσει: «Δεν μπορεί κανείς να φοβηθεί κάποιον που δεν μπορεί να νοιώσει φόβο».
Η ιδέα αυτή με βρίσκει δύσπιστο. Απόλυτο κι αβάσιμο, σκέφτομαι. Θα πίστευα μάλλον πως είναι οι άφοβοι που φοβόμαστε περισσότερο. Δεν έχουν όρια όσα μπορούν να κάνουν. Κοιτώ τα κύματα σε μία προσπάθεια να ξεκλέψω λίγο ακόμη Αιγαίο στις αποσκευές μου και συλλογιέμαι. Ας δώσω μια δεύτερη ευκαιρία σε τούτη την ιδέα.
Φόβος: Ίσως το πιο ζωώδες συναίσθημα που είμαστε αναγκασμένοι να κουβαλάμε. Με αυτό ανελιχθήκαμε, με αυτό ακμάσαμε και με αυτό συνεχίζουμε να ακμάζουμε ή και να παρακμάζουμε. Tόσα χρόνια εξέλιξης τα βγάλαμε εις πέρας αντιμετωπίζοντας απειλές. Οι απειλές από τότε έχουν αλλάξει, μα η αντιμετώπισή μας , καλά δοκιμασμένη, παραμένει η ίδια: φόβος. Πλέον δεν φοβόμαστε συχνά για την ζωή μας από τα δόντια κάποιου απάνθρωπου θηρίου, μα τρέμουμε για την διατήρηση της εικόνας μας, της περιουσίας μας, της άνεσής μας. Νοιώθουμε όμως ακόμη τους παλμούς μας ν’ καλπάζουν σαν άγρια άτια κι ας λείπει ο διώκτης.
Αν η συγγραφέας έχει δίκαιο, θα πρέπει η αφοβία με κάποιον τρόπο να νεκρώνει την δολιότητα και την βλαβερότητα έτσι ώστε οι άφοβοι ν’ αδυνατούν να αποτελέσουν απειλή για κανέναν. Ή θα μπορούσε η αφοβία με κάποιο τρόπο να θανατώνει την ικανότητα των γύρω να ανιχνεύουν την απειλή. Ίσως ακόμη να τολμούσαμε να ισχυριστούμε πως ο φόβος είναι το κίνητρο κάθε απειλητικής πράξης.
Πολλά απ’ όσα διαθέτει ο σύγχρονος άνθρωπος είναι αναλώσιμα αγαθά, αγαθά που δεν μπορούν να κατέχουν δυο άτομα ταυτόχρονα όπως κάποια συγκεκριμένα χαρτονομίσματα ή κάποια συγκεκριμένη τροφή, απλώς και μόνο επειδή αυτός ο πλανήτης και οι νόμοι που θεσπίσαμε εμείς για την διαχείρισή του δεν επιτρέπουν απεριόριστους πόρους. Έτσι λοιπόν, το υστέρημα του ενός αποτελεί κέρδος του άλλου και υπό το πρίσμα αυτό κάποιοι θα αποπειρώνται πάντοτε να μεγαλώσουν το μερίδιο τους. Είναι εκείνοι τους οποίους στοιχειώνει ο φόβος του μικρού μεριδίου. Δεν μπορεί να υπάρξει κανένας ληστής που αδιαφορεί για την ποσότητα χρημάτων του. Αντ’ αυτού, οι ληστές που βλάπτουν προς ιδίον όφελος φοβούνται το μικρό τμήμα του παγκόσμιου πλούτου, όπως κι αν αυτοί ορίζουν την έννοια «μικρό». Μπορεί το μικρό γι’ αυτούς να είναι το δικό μου μικροσκοπικό, να πεινούν και να αγωνιούν για την επόμενη μέρα. Μπορεί και να ‘ναι και τεράστιο. Να μην ανέχονται μια ζωή δίχως πλούτη και λάμψη. Κι αν δεν κλέβουν για το δικό τους συμφέρον; Τότε στα κίνητρά τους υποβόσκουν άλλα, μη αναλώσιμα αγαθά.
Πράγματα όπως η εκτίμηση που χαίρουμε από το σύνολο, οι ανέσεις και πολλά ακόμη δεν έχουν αποκλειστικό χαρακτήρα. Ένα πλήθος μπορεί να θαυμάζει πολλά άτομα ταυτόχρονα όπως και μια άνεση μπορεί να την απολαμβάνουν πολλά άτομα μαζί. Όμως, αν χρωστάμε την επιβίωσή μας στην αντίδραση του φόβου, άλλο τόσο χρωστάμε την ανάπτυξή μας στην ικανότητα του μυαλού μας να δημιουργεί ανύπαρκτες ιδέες. Καταφέρνει λοιπόν και γεννιέται ένα αυστηρότερα αναλώσιμο αγαθό, αυτό της πρωτιάς. Έτσι, παρότι η φήμη που αποκτά κανείς δεν εμποδίζεται από την φήμη των υπολοίπων, αν ο ίδιος αποζητά να είναι ο πιο περίφημος θα πρέπει οι γύρω του να μην ακούγονται όσο αυτός. Οποιοσδήποτε εκ των μη άφοβων αδυνατεί να καταλάβει την πρωτιά, φοβάται τόσο την έλλειψή της που πασχίζει να τραβήξει τους υπολοίπους μαζί του και έτσι συκοφαντεί , καπηλεύεται ξένες ιδέες, κλέβει ή ακόμη σκοτώνει απλώς για την ιδέα των αναλώσιμων πρωτείων, είτε αυτά αφορούν τον ίδιο είτε τις ιδέες που εκπροσωπεί.
Και στις ανθρώπινες σχέσεις ακόμη, ας αναλογιστούμε πόσες φορές οι άνθρωποι σπέρνουν την ανασφάλεια για να καλύψουν τις δικές τους, πόσες φορές οι άνθρωποι γκρεμίζουν δομήματα που μόχθησαν να στήσουν απλά από φόβο μην σωριαστούν δίχως να το επιλέξουν, πόσες φορές οι άνθρωποι πληγώνουν απλά για να διώξουν την φοβία πως δεν αξίζουν τα πάντα, πόσες φορές απογοητεύον γιατί φοβήθηκαν πως δεν θα γίνουν αποδεκτοί…
Γυρνώντας πίσω στο βιβλίο μου αναλογίζομαι πως ίσως τελικά ετούτη η φράση να έκρυβε σοφία. Ίσως, διότι περίπλοκοι είναι οι άνθρωποι και πάντα πρέπει να φοβάσαι να τους στοιβάξεις σε κουτιά.