Ακούγοντας μουσική, περπατώντας ένα βράδυ μόνη στα στενά της Αθήνας. Μια σκηνή από ταινία. Δεν ξέρω αν είναι η αρχή της ή το τέλος.
Προτιμώ το τέλος κι ας είναι μελαγχολικό.
Ένα τέλος λίγο γλυκανάλατο. Οι δρόμοι είναι άδειοι, βουβοί όπως η ψυχή και το μυαλό μου. Η καρδιά μου είναι γεμάτη από συναισθήματα, δε γνωρίζω σε ποιο να πρωτοδώσω σημασία.
Δεν υπάρχουν σκέψεις να με περιτριγυρίζουν όπως οι μέλισσες ένα άνθος. Τα μάτια μου στεγνά.
Στο χέρι μου το τριαντάφυλλο δε νιώθω ότι το κρατώ, μένει εκεί σαν κάτι άψυχο κι ας κουβαλάει όλη μου την ύπαρξη. Να θυμηθώ να το βάλω σε νερό.
Ένας αναστεναγμός ξεφεύγει από τα χείλη μου, δίχως να γνωρίζω το λόγο. Σταματάω για λίγο στη μέση του δρόμου, το βλέμμα μου απλανές στην αρχή, έπειτα κατεβαίνει προς τη σκιά μου στην άσφαλτο. Είναι σχεδόν μαύρη, ακίνητη και αμίλητη, σα να έχει σταματήσει ο χρόνος. Παρ’ όλα αυτά, ο χρόνος τρέχει και τρέχει μόνο προς τα μπρος. Πίσω δεν γυρνά. Οι επιλογές, τα λάθη, οι ευθύνες, οι χαρές και οι λύπες μένουν πλέον ως αναμνήσεις.
Δεν ξέρω πόση ώρα μένω εκεί, δεν κοιτάω το ρολόι. Αποφασίζω να πάω από το πεζοδρόμιο· είναι στενό, γεμάτο σπασμένες πλάκες και λακκούβες.
Το πρώτο δάκρυ κυλά.