Ανοίγεις τα μάτια σου και βλέπεις σκοτάδι. Τι έγινε; Πού είμαι; Τι κάνω εγώ εδώ; Αυτά είναι τα πρώτα ερωτήματα που σου περνάνε από το μυαλό.
Προσπαθείς να αντιληφθείς το χώρο γύρω σου, όμως το σκοτάδι τα κάνει όλα να φαίνονται ίδια. Ψάχνεις να βρεις τους γνωστούς σου ή έστω κάποιον να σε βοηθήσει. Αρχίζεις να μιλάς και να φωνάζεις, όμως η ηχώ που σε περιβάλλει εκείνη τη στιγμή σε κάνει να συνειδητοποιείς ότι είσαι μόνος σου. Πότε ξανά είχες βρεθεί εντελώς μόνος;
Στην αρχή σε κατακλύζουν συναισθήματα φόβου, άγχους, νευρικότητας και θέλεις να βρεις μια διέξοδο να φύγεις… όμως γιατί να φύγεις; Έχει τόσο ωραία ησυχία εδώ. Πότε ξανά στη ζωή σου υπήρχε τόση ησυχία, χωρίς τη βαβούρα και το συνεχές ‘ντιν’ των ειδοποιήσεων; Μήπως αυτή είναι η διέξοδος που ψάχνεις;
Οι άνθρωποι φοβούνται να μείνουν μόνοι, γιατί δεν το έχουν συνηθίσει. Στην πραγματικότητα όμως, δεν είσαι μόνος. Σου δίνεται επιτέλους η ευκαιρία να μείνεις για λίγο εσύ με τον εαυτό σου, με τις σκέψεις σου. Να καταλάβεις ποιος είσαι, τί θέλεις, τί ζητάς από τους άλλους και τί οι άλλοι ζητάνε από εσένα. Ανακαλύπτεις το δικό σου “peace of mind” και τα πράγματα αρχίζουν να μπαίνουν σε μία σειρά. Ίσως το σκοτάδι να μην είναι και τόσο κακό.
Σταδιακά οικειοποιείσαι όλο και περισσότερο το σκοτάδι και ξεκινάς να γελάς, να τραγουδάς, να χορεύεις, να κλαις, να εκτονώνεσαι, χωρίς να σε ενοχλεί κάποιος… Xωρίς να σε νοιάζει τι θα πούνε και πώς θα σε σχολιάσουνε. Νιώθεις ο εαυτός σου, εκφράζεσαι ελεύθερα και αυτό είναι που έχει σημασία. Τελικά το σκοτάδι δεν είναι τόσο κακό…
Ξαφνικά, ενώ έχεις χαθεί στον συνειρμό των σκέψεών σου, βλέπεις μία άσπρη λάμψη που μοιάζει με φως. Καρφώνεις το βλέμμα σου πάνω της και αρχίζεις και τρέχεις προς αυτήν.
Όσο τρέχεις, το φως γίνεται όλο και πιο έντονο, έρχεται όλο και πιο κοντά. Ξαφνικά όμως σταματάς απότομα και συνειδητοποιείς ότι δεν είναι φως… είναι το τρένο που έρχεται κατά πάνω σου και θέλει να σε επαναφέρει στην πραγματικότητα.