Ξέρω πάει καιρός,
Προτιμώ το “θέρος”, γιατί καλοκαίρι θα ‘πρεπε να ‘ναι πάντα.
Ή γιατί ο νους μου στο άκουσμα της λέξης “θέρος” κρατά μόνο το “έρως”.
Έρως όπως αυτός ο σαρκικός – όταν η ζεύξη ύδατος και κορμιού μοιάζει ανάγκη εγγενής και αχόρταγη. Γιατί τα σημάδια που άφησε το αλάτι αρνούμαι να τα ξεπλύνω.
Έρως όπως αυτός ο πλατωνικός – όταν το κύμα σέρνει μαζί τις αμαρτίες μου και με βαπτίζει ελεύθερη. Γιατί το βάθος της θαλάσσης χωράει κάπως την ψυχή μου.
Και για πάντα ανεκπλήρωτος – προσμένοντας να ξαναζήσει.
Και μισώ τους ανεκπλήρωτους έρωτες.
Μισώ το “πάντοτε σε περίμενα”.
Μα υποκύπτω στο αυγουστιάτικο δείλι και ο φλοίσβος κάτω απ’το μαξιλάρι δεν με αφήνει να κοιμηθώ τα βράδια.
Θυμάμαι να ρωτάς γιατί μισώ τούτη την εποχή του χρόνου – και τώρα ξέρω.
Γιατί ο νους μου στο άκουσμα της λέξης “θέρος” κρατά μόνο το “τέλος”.
Πιστεύω εις ένα θέρος ατελές και ανυπεράσπιστο,
μετόχι Αγίας νοσταλγίας
τάφο υδάτινο των περασμένων αιώνων.
Comments are closed.