Δευτερεύον πρόσωπο στις παρυφές της ιστορίας δε γνώριζα κανένα. Γνώριζα όμως τη σημασία που θα είχε αν συνέβαινε το αντίθετο: Θα ήταν ο αφανής ήρωας της υπόθεσης, με κρυφά χαρίσματα, κατασταλαγμένα πάθη, ωριμότητα ως προς τον ρόλο του να ακολουθεί και που λογικά θα είχε γειώσει τα όνειρα και τις φιλοδοξίες του να αναδειχτεί ως «σημαντικός» στη γωνιά των «υπερβολικά φιλόδοξων».
Πολλοί ψυχολόγοι θα τους ονόμαζαν σήμερα νάρκισσους, παρότι το δευτερεύον πρόσωπο θα απέφευγε τις οριστικές κρίσεις για τους ανώτερούς του. Ενίοτε θα γελούσε μεθυσμένος απ’ το κρασί του «απέχειν» και θα φώναζε με την ψυχή του για το πόσο στάθηκε τυχερός που δεν έγραψε το όνομά του ούτε σ’ ένα βιβλίο, που στην τελική ακόμη και το κηδειόσημό του δε θα έγραφε το όνομά του (παρά μόνο το παρατσούκλι του με μια κοιμισμένη καλοκαιρινή φωτογραφία από πάνω).
Το δευτερεύον πρόσωπο ναι μεν θα συμμετείχε αλλά ποτέ δε θα κυνηγούσε κάτι πιο πέρα από τα βουνά της γειτονιάς του, θα ήταν τεμπέλης μα οι συμβουλές και οι γνώσεις του θα έφερναν νίκες και επιτυχίες. Ακόμη και στις πιο λαμπρές τελετές εις τιμήν των «πρώτων», εκείνος θα χαμογελούσε ίσως γιατί θα ήξερε ότι η ομορφιά στη ζωή θα βρισκόταν πίσω από τα φώτα: στην προετοιμασία της ζωής, στη νίκη επί αυτής και στα χειροκροτήματα τα σιωπηλά, λίγο πριν την αποθέωση.