Πραγματικό και ιδεατό, ψυχή και σώμα, διαίσθηση και λογική. Μία ταινία για την οποία θα μπορούσε κανείς να γράψει ολόκληρη ανάλυση σχετική με την ερμηνεία και τους συμβολισμούς της. Εδώ, όμως, δε θα επιχειρηθεί κάτι τέτοιο. Άλλωστε, και για τον ίδιο τον Kieślowski «Ένα μπουκάλι με γάλα, είναι ένα μπουκάλι με γάλα. Αν αυτό χυθεί, τότε έχουμε απλά γάλα που έχει χυθεί, τίποτε παραπάνω».
Η υπόθεση, όπως αυτή εκτυλίσσεται, κάθε άλλο παρά απλή είναι, ίσως παράξενη. Δύο γυναίκες, η μία από την Πολωνία και η άλλη από την Γαλλία, αν και δεν γνωρίζονται μεταξύ τους, φαίνεται να μοιράζονται την ίδια ζωή. Η Βερόνικα (Weronika) έχει το αφύσικο συναίσθημα ότι δεν είναι μόνη της στον κόσμο. Μία μέρα, κατά τη διάρκεια μιας διαδήλωσης στην Κρακοβία, θα προσέξει τη Βερονίκ (Véronique) να επιβιβάζεται σε ένα τουριστικό λεωφορείο. Όταν, μετά από λίγο καιρό, η Βερόνικα πεθαίνει από καρδιακή προσβολή κατά τη διάρκεια μιας μουσικής της παράστασης, εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά, η Βερονίκ κατακλύζεται από ένα έντονο και ανεξήγητο συναίσθημα λύπης. Αντιλαμβανόμενη τους κινδύνους που κρύβει το τραγούδι για τη ζωή της, εγκαταλείπει το όνειρό της να γίνει σολίστ και ξεκινά μαθήματα μουσικής σε παιδιά, ενώ την ίδια στιγμή αρχίζει να συλλαμβάνει, διαισθητικά, μηνύματα από έναν «άλλο» κόσμο. Η θλίψη της την ωθεί προς έναν μυστηριώδη κουκλοπαίχτη και, καθώς η σχέση τους αναπτύσσεται, με τρόπο που κανείς τους δεν αντιλαμβάνεται σαφώς, η σύνδεσή της με το άλλο χαμένο της μισό «φωτίζεται».
Όταν η Βερονίκ, προς το τέλος της ταινίας, βρίσκει μια φωτογραφία από την Κρακοβία, στην οποία φαίνεται η Βερόνικα, κατακλύζεται και πάλι από θλίψη (ίσως, όμως, αυτή τη φορά και από ανακούφιση), δεν φαίνεται να γίνεται κάποια αποκάλυψη ούτε στον θεατή, ούτε, όμως και στην Βερονίκ. Γνωρίζουν και οι δύο ότι υπήρξε μια παράξενη, υπερβατική σχέση με ένα άλλο άτομο, η φύση της οποίας παραμένει αδιευκρίνιστη.
Η Διπλή Ζωή της Βερονίκης πρόκειται για μια ταινία η οποία μάλλον δεν έχει σκοπό να αφηγηθεί στο θεατή μία ιστορία, αλλά επιχειρεί να του προκαλέσει προβληματισμούς. Υπό το πρίσμα αυτό, η ταινία του Kieślowski παραμένει πάντοτε σχετική, δίχως να χάνει το νόημα της. Η ύπαρξή της εξαρτάται από τους ανθρώπους και τη θέληση αυτών να εξερευνήσουν βαθύτερα τον εαυτό τους.