Η ζωή κυλάει. Οι μέρες περνάνε, η μέρα διαδέχεται τη νύχτα κι εσύ μένεις εκεί. Μένεις στάσιμος σε εκείνη τη στιγμή, σε εκείνο το γεγονός που σημάδεψε το είναι σου. Ίσως παντοτινά, ίσως παροδικά.
Σκέφτεσαι εκείνο το πρόσωπο που έφυγε απ’ τη ζωή, εκείνο το άτομο που σε εγκατέλειψε χωρίς ένα αντίο, εκείνον το δήθεν φίλο που σε πρόδωσε. Και η σκέψη να τρέχει εκεί: πώς θα ήταν αν βρισκόταν ακόμα κοντά σου, αν γίνονταν όλα όπως πριν, αν τα λάθη διορθώνονταν, αν γυρνούσες το χρόνο πίσω.
Κι όμως, όλα φαίνεται να κυλούν κανονικά: πηγαίνεις στη δουλειά σου, συνεχίζεις τις σπουδές σου, κάνεις πράγματα που σε γέμιζαν κάποτε. Παρ’ όλα αυτά νιώθεις τίποτε να μην είναι το ίδιο, λες και όλα έχασαν το χρώμα τους, προσποιείσαι ώστε κανένας να μην καταλάβει το κενό, τη λύπη, την έλλειψη συναισθημάτων. Προσπαθείς να νιώσεις, να σε κατακλύσουν εκείνα τα ζεστά συναισθήματα που είχες τότε. Όμως φαίνεται πως όλα είναι ίδια τριγύρω, τίποτε δε σε αγγίζει πλέον, σαν ένα κομμάτι πάγου να έχει καταλάβει την καρδιά σου και να κλείνεσαι ολοένα και περισσότερο στον εαυτό σου, χωρίς εμπιστοσύνη σε κανέναν παρά μόνο στον ίδιο σου τον εαυτό (ή ίσως κι όχι). Και μέσα σε όλα αυτά η ζωή να κυλάει κι εσύ να προχωράς, όντας ένα ακόμη πιόνι της.
Μήπως δεν είσαι τελικά τόσο στάσιμος όσο νομίζεις;