«Έλα μωρέ! Είναι τώρα επιστήμη η ψυχολογία;!»

Άλλοτε χιουμοριστικά και άλλοτε σοβαρά, η φράση αυτή συχνά πυκνά απαντάται στον καθημερινό διάλογο και στους προβληματισμούς κάποιων ανθρώπων. Το γεγονός αυτό, φαινομενικά ασήμαντο, μπορεί να καθιστά εντέλει περιθωριοποιημένη και απρόσιτη μια κατεξοχήν ανθρωποκεντρική επιστήμη και να αποτρέπει την εφαρμογή των προτεινόμενων απ’ αυτήν εφαρμογών. Ας το πάρουμε, λοιπόν, από την αρχή μέσα από το πρίσμα του δικού μου βιώματος σχετικά με αυτήν την απορία.

Ως πρωτοετής τότε φοιτήτρια της ψυχολογίας θυμάμαι να έχω αρκετή αγωνία σχετικά με το συγκεκριμένο θέμα αλλά τώρα φτάνοντας στο τέλος του δευτέρου έτους και έχοντας δει μια σειρά μαθημάτων, έχω εξάγει κάποια συμπεράσματα και για την ψυχολογία ως επιστήμη και για τις σκέψεις γύρω από αυτό.

Αυτό που προσωπικά θα πρότεινα ως το πρόβλημα εδώ θα ήταν η ύπαρξη μιας γενικότερης σύγχυσης γύρω από την έννοια της επιστήμης και της επιστημονικής γνώσης⸱ μια σύγχυση η οποία ούτως ή άλλως έχει διαφανεί και μέσα από τις αντιδράσεις που έχει προκαλέσει η τρέχουσα πανδημία. Νομίζω πολλοί άνθρωποι, οι οποίοι ενδεχομένως κιόλας δεν έχουν ιδιαίτερη επαφή με τον επιστημονικό χώρο, έχουν πολιτισμικά μια αυτόματη σύνδεση του όρου επιστήμη με κλάδους των θετικών επιστημών και με εικόνες λευκοντυμένων σε εργαστήρια να αναμειγνύουν ουσίες. Τέτοιου είδους συνδέσεις, παρόλο που υπάρχουν, δεν οδηγούν απαραίτητα και σε κάποιον κατατοπιστικό ορισμό αφήνοντας έτσι τον κάθε άνθρωπο να συνάγει τα δικά του συμπεράσματα, άλλοτε πιο συνειδητά και άλλοτε πιο ανεπαίσθητα. Εδώ ούτως ή άλλως υπεισέρχεται και το ζήτημα ότι οι συχνά χρησιμοποιούμενες και ευκόλως εννοούμενες λέξεις θεωρούνται εγγενώς διασαφηνισμένες με αποτέλεσμα να δημιουργείται σταδιακά μια σύγχυση όταν χρησιμοποιούνται στον κοινό διάλογο. Ωστόσο, αυτό είναι ένα θέμα που αξίζει να τύχει «προσωπικής» προσοχής.

Δεδομένου του σκεπτικού αυτού, κρίνω σημαντικό να ξεκινήσουμε από μια βασική εννοιολόγηση της επιστήμης.  Από πολύ νωρίς οι άνθρωποι άρχισαν να θέτουν ερωτήματα σχετικά με την ύπαρξή τους και τον κόσμο γύρω τους, καθώς και να κάνουν προσπάθειες να δώσουν απαντήσεις σε αυτά.  Αυτή είναι μια διαδικασία που θα έλεγα ότι λίγο-πολύ όλοι ακολουθούμε σε προσωπικό επίπεδο ακόμη και τώρα.  Ωστόσο, για διάφορους λόγους, όπως είναι η πληθώρα γνωστικών αντικειμένων προς διερεύνηση και η αναγκαιότητα των σχετικών ευρημάτων για την επιβίωση και τη βελτίωση της ζωής των ανθρώπων,  γεννήθηκε η επιτακτικότητα για διάθεση των γνώσεων σε συλλογικό επίπεδο καθώς και για την ανάπτυξη ενός φερέγγυου τρόπου παραγωγής τους.

Αυτός ο τρόπος αναφέρεται στη σύγχρονη εποχή με τον όρο επιστήμη και οι πιο βασικές αρχές του εμπεριέχονται σε μια πολύ συγκεκριμένη φράση του 17ου αιώνα : “Nullius in verba” (δηλαδή να μη βασίζεται κανείς στα λόγια κάποιου). Επί της ουσίας όταν μιλάμε για επιστήμη μιλάμε για τη σε βάθος γνώση  ενός φαινομένου, η οποία παράγεται μέσα από αυστηρώς καθορισμένες διαδικασίες (συστηματικότητα) και με τη χρήση εργαλείων που έχουν αποδειχθεί ως τα πιο αποτελεσματικά στο είδος τους. Ο όρος “επιστήμη”  αναφέρεται ταυτόχρονα και για να περιγράψει την ίδια τη διαδικασία παραγωγής γνώσης. Το πιο σημαντικό κομμάτι σε αυτόν τον τρόπο παραγωγής γνώσης, θα έλεγα ότι είναι η διαφάνεια. Όλες οι ερευνητικές μελέτες περιγράφονται λεπτομερώς και δημοσιοποιούνται σε ακαδημαϊκά περιοδικά, έντυπα ή ψηφιακά, επιτρέποντας σε άλλους γνώστες να ελέγξουν τις μελέτες καθώς και αν θελήσουν να τις αναπαράγουν.  Έτσι, ενώ στην ίδια αυτή εμπεριέχονται ακόμη περιορισμοί, αυτοί είναι πολύ λιγότεροι από το να βασιζόμαστε σε υποθέσεις ενός μόνο ατόμου.

Οπότε, ακόμη και αν κατά κάποιες επιστημολογικές προσεγγίσεις δεν μπορεί να επιτευχθεί η πλήρης αντικειμενικότητα, σίγουρα γίνεται μια πολύ οργανωμένη προσπάθεια προς τη διϋποκειμενικότητα⸱ μια ιδιότητα που σημαίνει την αναπαραγωγή των ίδιων αποτελεσμάτων και συμπερασμάτων για ένα φαινόμενο από πολλούς ανθρώπους (υποκείμενα). Οποιοσδήποτε, λοιπόν, κλάδος ακολουθεί αυτές τις αρχές στην παραγωγή γνώσης αποκαλείται επιστήμη.

Ένα ακόμη στοιχείο για τις επιστήμες που ο περισσότερος κόσμος αγνοεί είναι ότι αυτές μπορεί να προσεγγίζονται είτε μέσα από το πρίσμα του θετικισμού είτε μέσα από την ανάλυση λόγου . Με τις πρώτες είμαστε περισσότερο εξοικειωμένοι. Πρόκειται για επιστήμες που χρησιμοποιούν την ποσοτικοποίηση και τη μέτρηση των φαινομένων που παρατηρούν. Τι σημαίνει αυτό;  Γίνονται κάποιες παρατηρήσεις στις οποίες προσδίδονται αριθμοί για την περιγραφή τους και σημειώνονται οι αντίστοιχες μετρήσεις που χρησιμοποιούνται για τη διεξαγωγή συμπερασμάτων. Η χρήση της ανάλυσης λόγου για την παραγωγή γνώσης, ωστόσο, αποτελεί ένα εξωτικό φρούτο για τους περισσότερους. Αυτό που συμβαίνει εδώ είναι ότι οι ειδήμονες ενός κλάδου χρησιμοποιούν κείμενα τα οποία αναλύουν με έναν αυστηρώς καθορισμένο τρόπο. Η επιστημολογική αυτή προσέγγιση αφορά στα στοιχεία εκείνα της γνώσης που απλώς δεν μπορούν και δεν έχει νόημα να αποδοθούν στην έκτασή τους με αριθμούς. Η εγκυρότητα των παρατηρήσεων εδώ επιτυγχάνεται με την αναπαραγωγή των ίδιων αναλύσεων από πολλούς ανεξάρτητους μεταξύ τους ειδήμονες με βάση κάποια κριτήρια τα οποία προτείνονται μέσα από τον επιστημονικό διάλογο.  

Το πρόβλημα που δημιουργείται εδώ είναι ότι με τις εικόνες που έχουμε πολιτισμικά ως προς το τι είναι επιστήμη αποκλείονται αυτομάτως οι επιστήμες που χρησιμοποιούν την ανάλυση λόγου για την παραγωγή γνώσης.  Η επίγνωση της κατάστασης αυτής αποτελεί βάση ώστε να γίνει κατανοητό το τι συμβαίνει με την ψυχολογία. Πιο συγκεκριμένα, η τελευταία εμπίπτει τόσο στην κατηγορία των επιστημών που ενέχουν την κλασσική προσέγγιση του θετικισμού όσο και την ανάλυση λόγου, ενώ παράλληλα όταν κάποιος την κατηγοριοποιεί σε κάποιον κλάδο την κατατάσσει συνήθως στις κοινωνικές επιστήμες⸱ μια κατηγοριοποίηση που δε συμπαρασύρει τις προαναφερθείσες εικόνες. Όλα αυτά – σε συνδυασμό με το επιβαρυμένο παρελθόν μιας νεοσυσταθείσας ανάμεσα σε πολλές καλώς ανεπτυγμένες επιστήμες στα τέλη του 19ου αιώνα – οδηγούν σε μια σύγχυση ως προς την επιστημονική της φύση.  

Εν κατακλείδι, η ψυχολογία είναι ένας γνωστικός κλάδος με πολλές προεκτάσεις και ένα ευρύ πεδίο δραστηριότητας. Η αναγκαιότητα της δημιουργίας κάποιων γενικών κανόνων/αρχών γεννούν την ανάγκη για ποσοτικοποίηση ενώ οι ατομικές διαφορές και η πολυπλοκότητα της ανθρώπινης εμπειρίας οδηγούν σε λογοαναλυτικές μεθόδους. Το φαινόμενο αυτό δεν καθιστά την παραχθείσα γνώση λιγότερο σημαντική.  Αντιθέτως, οι δύο αυτές μέθοδοι είναι απαραίτητες για τη διεξαγωγή ολοκληρωμένων συμπερασμάτων, που μπορούν να οδηγήσουν στη βελτίωση της ποιότητας της ανθρώπινης εμπειρίας. Οπότε, ας αφεθούμε στο πάθος κάποιον ανθρώπων να καταπιάνονται με μεθόδους που έχουν απώτερο σκοπό την ουσιαστική μείωση του ανθρώπινου πόνου.

               Πηγές:

  • «Ερευνητικές μέθοδοι στην ψυχολογία», John J. Shaughnessy & Eugene B. Zechmeister & Jeanne S. Zechmeister. Εκδόσεις Gutenberg
  • « Ταυτότητες, ομάδες και κοινωνικά ζητήματα», Margaret Wetherell. Εκδόσεις μεταίχμιο
  • «Ποιοτικές μέθοδοι έρευνας στην ψυχολογία: εισαγωγή» , Carla Willig. Εκδόσεις Gutenberg
  • https://youtu.be/YvtCLceNf30