Κάθε μέρα ξυπνάμε, ολοκληρώνουμε τη ρουτίνα μας, κοιμόμαστε και πάλι απ’ την αρχή σε μια αέναη επανάληψη της καθημερινότητας. Κοιμόμαστε περιμένοντας παθητικά την επόμενη μέρα. Την επόμενη μέρα και όχι το αύριο, γιατί το αύριο έχει την έννοια του συγκεκριμένου, του προγραμματισμένου, αυτού που προσμένουμε και λαχταράμε. Η επόμενη μέρα απλά έρχεται αναπόφευκτα, κάνει τον κύκλο της και μετά φεύγει και λησμονιέται αφήνοντάς μας την αίσθηση του ανικανοποίητου, του κενού, του ανούσιου.
Έρχεται και φεύγει χωρίς να μας περιμένει. Δεν περιμένει να κινηθούμε, να αποφασίσουμε, να μιλήσουμε, να δράσουμε. Μας αφήνει να κάνουμε σχέδια για ένα αύριο που ίσως δεν έρθει ποτέ ή μάς αφήνει τελείως απροετοίμαστους απέναντι σε όλα τα αύριο που θα μπορούσαν να έρθουν. Και φταίμε εμείς που η κάθε επόμενη μέρα δεν είναι αύριο. Που κάποιες φορές βιαζόμαστε νομίζοντας ότι το αύριο θα μας προσπεράσει και άλλες αργούμε περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή να εμφανιστεί. Φταίμε που ξεχνάμε ότι τις στιγμές τις φτιάχνουμε και τις καθορίζουμε εμείς.
Έτσι, έρχεται η ώρα που κουραζόμαστε να τρέχουμε, κουραζόμαστε να περιμένουμε και απλά ξεσπάμε. Και όλα μέσα μας μπερδεύονται και σαν χείμαρρος ξεχύνονται φέρνοντας το αύριο πιο κοντά ή σπρώχνοντάς το ακόμη μακρύτερα. Ξεσπάμε και μετά συγγνώμη ζητάμε, όχι γιατί ήμασταν λάθος, αλλά επειδή δεν μιλήσαμε νωρίτερα, επειδή δεν είπαμε όσα θέλαμε να πούμε, επειδή αφήσαμε τις στιγμές να φύγουν. Ακόμη και τότε, όμως, κάποιο αύριο τελικά θα έρθει, το δικό μας αύριο. Ένα αύριο που όταν έρθει δεν πρέπει να μας φοβίσει, αλλά να το αγκαλιάσουμε και να δούμε τι μας επιφυλάσσει.
Αφιερωμένο σε όλα τα αύριο που κουραστήκαμε να κυνηγάμε και σε όλα όσα περιμένουμε ακόμα.