Ένα αδιαφανές κουτί περιέχει ίσο αριθμό από μαύρες και λευκές μπάλες. Αν βάλεις το χέρι μέσα στο κουτί, πόσες είναι οι πιθανότητες να πιάσεις λευκή ή μαύρη μπάλα;
Το παραπάνω δεν είναι πρόβλημα μαθηματικών, αλλά ένας εύκολος τρόπος να αντιληφθεί κανείς τις πιθανότητες.
Πόσες φορές έχουμε καθίσει σε έναν καναπέ κοιτώντας το υπερπέραν, αναρωτώμενοι τι θα είχε γίνει “αν”; Τι θα είχε γίνει αν είχαμε τραβήξει λευκή μπάλα, τι θα είχε γίνει αν ήταν μαύρη; Στην προκειμένη περίπτωση, οι μπάλες είναι οι εκάστοτε αποφάσεις που έχουμε διαλέξει να πάρουμε στη ζωή μας.
Μένουμε με τις ερωτήσεις να μας τριβελίζουν το μυαλό. Πλάθουμε σενάρια φανταστικά και ονειρευόμαστε.
Αυτή η μικρή λεξούλα, έχει μεγαλύτερη δύναμη απ’ όση μπορεί να της καταλογίσει κάποιος.
Η δύναμη του “αν”· να μας κάνει να σκεφτόμαστε, να δημιουργούμε και να θυμόμαστε. Άλλωστε, εμείς οι άνθρωποι ελκόμαστε από το άγνωστο, και στη συγκεκριμένη περίπτωση, το “αν”, παρόλο που είναι γνωστό και οικείο, φωνάζει μυστήριο και άγνωστο και κάτι ξένο.
Το “αν” είναι σαν τις Σειρήνες που αντιμετώπισε κάποτε ο Οδυσσέας. Όμορφο, αλλά σε παρασέρνει σε έναν κύκλο από σκέψεις και συναισθήματα, που πολλές φορές μπορεί να μην είναι ευχάριστα. Παρ’ όλα αυτά, το χρειαζόμαστε. Χρειαζόμαστε και την ελπιδοφόρα πλευρά αυτής της λέξης. Έτσι έχουμε μάθει να ζούμε. Να κάνουμε όνειρα που βασίζονται σε πιθανότητες, να ζούμε τις όμορφες στιγμές και να τις σκεφτόμαστε.