Πως αποτυπώνεται το χάος; Είναι το ίδιο τρομακτικό με το απόλυτο κενό; Άραγε μπορεί ένα σκοτεινό μέρος να λάβει τα πιο ζωντανά χρώματα;
Η τέχνη αποτελεί μια δίοδο έκφρασης και μετουσίωσης των ανθρωπίνων σκέψεων και συναισθημάτων, κάτι που τη συνδέει άρρηκτα με το φάσμα των ψυχικών διαταραχών στο οποίο, σκέψεις και συναισθήματα εμφανίζονται με μια στρεβλή μορφή.
Ο τρόπος με τον οποίο η εκάστοτε νόσος επηρεάζει τη δημιουργικότητα του καλλιτέχνη, είναι εμφανής και αντιπροσωπευτικές παθήσεις της ψυχιατρικής, όπως η κατάθλιψη, η διπολική διαταραχή και η σχιζοφρένεια αντικατοπτρίζονται σε ευρέως γνωστά δημιουργήματα.
«Δεν μπορώ να αποποιηθώ την ασθένεια μου, υπάρχει ένα μεγάλο μέρος της τέχνης μου που υπάρχει εξαιτίας αυτής»
Τα παραπάνω λόγια ανήκουν στον Edvard Munch, έναν από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του εξπρεσιονιστικού κινήματος, του οποίου το συνολικό έργο επισκιάζεται από την «Κραυγή», το διασημότερό του πίνακα.
Το βεβαρημένο οικογενειακό ιστορικό του Munch, ενισχύει τη γονιδιακή εμπλοκή στην εμφάνιση ψυχικών διαταραχών αλλά και τη σημασία του εκλυτικού παράγοντα, με τον πατέρα και την αδερφή του να εμφανίζουν κατάθλιψη και σχιζοφρένεια αντίστοιχα, και τη μητέρα του να πεθαίνει από φυματίωση. Η συναισθηματική του ευθραυστότητα, καθώς και ο αλκοολισμός, οδήγησαν στη νοσηλεία του σε ψυχιατρική κλινική στη Δανία το 1908. Η επακριβής διαγνωστική προσέγγιση φαίνεται ανακριβής αλλά πιθανολογείται ότι ο καλλιτέχνης έπασχε από υστερική νεύρωση και υποχονδρίαση.
Το έργο του χαρακτηρίζεται από μορφές με κυρίαρχα συναισθήματα την απόγνωση και την οδύνη, καθώς και από χρωματικές παλέτες με κυρίαρχα χρώματα το πορτοκαλί και το κόκκινο ως μια άμεση απεικόνιση της οπτικής του καλλιτέχνη για τη ζωή, την οποία σύμφωνα με τον τίτλο του πορτρέτου του «Self-Portrait in Hell», αντιμετώπιζε ως μια προσωπική κόλαση. Η έννοια του θανάτου και ο πόνος της απώλειας είναι επίσης συχνοί θεματικοί άξονες του Munch, ενώ το έναυσμα για τη δημιουργία της “Κραυγής” αποτέλεσε μια κρίση από την οποία υπέφερε κατά τη διάρκεια ενός σούρουπου, όπου αισθάνθηκε πως το κόκκινο ηλιοβασίλεμα αποτελούσε μια «αιώνια κραυγή» της φύσης.
Ο Vincent Van Gogh, αποτελεί την πλέον χαρακτηριστική ενσάρκωση του στερεότυπου του «τρελού καλλιτέχνη». Ο πίνακας του «Γέρος περίλυπος» ή «Στο κατώφλι της αιωνιότητας» θεωρείται από πολλούς σύγχρονους εικαστικούς ως η απόλυτη αποτύπωση της μείζονος καταθλιπτικής διαταραχής, με τον εναλλακτικό του τίτλο να αποδίδει άρτια το συναίσθημα της απόγνωσης που κυριαρχεί στη νόσο, καθώς και την έννοια της χρονιότητας όπου οι ασθενείς βασανίζονται για μεγάλα χρονικά διαστήματα, ορισμένες φορές και καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής τους.
«Βάζω την καρδιά και την ψυχή μου στο έργο μου, χάνοντας το μυαλό μου στην πορεία»
Πέραν της εικαστικής τέχνης, η τέχνη της λογοτεχνίας εμφανίζει μεγάλη αλληλεπίδραση με την ψυχιατρική. Σύμφωνα με έρευνες του Ινστιτούτου Καρολίνσκα, φαίνεται πως ο επιπολασμός νόσων όπως η αγχώδης διαταραχή, η σχιζοφρένεια και οι ουσιοεξαρτήσεις είναι μεγαλύτερος μεταξύ συγγραφέων οι οποίοι παρουσιάζουν επίσης μια σαφή ποσοστιαία υπεροχή στην διενέργεια αυτοκτονίας σε σχέση με το γενικό πληθυσμό.
Η Virginia Woolf αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα των ποσοστών, καθώς εμφάνισε σε νεαρή ηλικία μανιοκατάθλιψη, διαταραχές διάθεσης καθώς και ένα ευρύ φάσμα αυτοβλαπτικών συμπεριφορών, συμπεριλαμβανομένων πνιγμών και αυτοκτονικών ιδεασμών οι οποίοι οδήγησαν και εν τέλει στην αυτοκτονία της το 1941. Το συγγραφικό της ταλέντο παρέμεινε ανέπαφο και άρτιο, παρ’ όλη την συγχυτική κατάσταση στην οποία βρισκόταν ανά τα χρόνια. «Αρχίζω να ακούω φωνές και δεν μπορώ να συγκεντρωθώ», είναι μερικά από τα λόγια της στο σημείωμα αυτοχειρίας που άφησε στον σύζυγό της.
Ο τίτλος «Σύγχρονη Βιρτζίνια Γουλφ» θα μπορούσε να δοθεί εντελώς αφαιρετικά στη βρετανίδα θεατρική συγγραφέα Sarah Kane, της οποίας η σύντομη ζωή στιγματίστηκε από την κατάθλιψη. Τα έργα της αποτελούν μια ωδή στην αγάπη, τον πόθο και το θάνατο κατέχοντας μια σημαντική θέση στο postmodern θέατρο. Το τελευταίο της έργο «4:48 Ψύχωση» διατυπώνει τη σπαρακτική διάσταση μεταξύ του παθόντος και του υγιούς.
«Στις 4:48
Όταν θα με επισκεφτεί η κατάθλιψη
Θα κρεμαστώ στον ήχο της ανάσας του ερωμένου μου
Δεν θέλω να πεθάνω
Είμαι τόσο θλιμμένη με την συνειδητοποίηση της θνησιμότητάς μου που αποφάσισα ν’ αυτοκτονήσω
Δεν θέλω να ζήσω»
Πως μοιάζουν άραγε τα πιο αφιλόξενα μέρη; Έχουν το μπλε της «Έναστρης νύχτας», το κόκκινο της “Κραυγής” ή και την απλοικά εκφρασμένη ερωτική επιθυμία του «Λαχταρώ»; Στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτα πέρα από μια ολότητα διαταραγμένων συνάψεων και διαταραγμένων νευροδιαβιβαστών που καθιστούν το μυαλό ένα αφόρητο διηνεκές βασανιστήριο.