Ήρθε η ώρα να πούμε αλήθειες. Και καλώς ή κακώς η πιο σκληρή από αυτές είναι ότι όλοι κάποια στιγμή θα έρθουμε αντιμέτωποι με τον άγγελο του θανάτου. «Memento Mori», όπως έλεγαν και οι αρχαίοι ημών πρόγονοι. Ή μάλλον οι αρχαίοι πρόγονοι των Λατίνων, αν και αυτό μικρή σημασία έχει. Η ουσία είναι μία, «θυμήσου ότι θα πεθάνεις» (σε ελεύθερη μετάφραση φυσικά, γιατί φιλόλογος δεν είμαι).
Και πώς μπορώ εγώ να ζήσω ξέροντας ότι ουσιαστικά είμαι μία σταγόνα μέσα στη δυνατή καταιγίδα; Μια σταγόνα που αργά ή γρήγορα θα εξατμιστεί; Έχοντας αυτό στον νου όλα φαντάζουν μάταια. Κάθε προσπάθεια, κάθε ρίσκο, κάθε πρόβλημα, κάθε χαρά ή λύπη, όλα είναι ουσιαστικά μία ψευδαίσθηση που δημιουργούμε εμείς, οι απλοί θνητοί, για να προσδώσουμε μια κάποια σημασία στην κατά τα άλλα τόσο ρευστή ύπαρξή μας.
Όλη μας τη ζωή παλεύουμε να υπερασπιστούμε αξίες, ιδανικά, δικαιώματα νομίζοντας έτσι πως θα κερδίσουμε την ελευθερία μας. Μια ελευθερία δανεική, γιατί κανείς δεν ορίζει τη ζωή μήτε και τον θάνατο. Ερχόμαστε σε αυτόν τον κόσμο χωρίς να το θέλουμε και όταν πια συνηθίσουμε και γευτούμε τη γλυκόπικρη αυτή ζωή έρχεται η ώρα να «φύγουμε», για ακόμη μία φορά παρά τη θέλησή μας.
Αλλά και στο ενδιάμεσο η ελευθερία μας περιορίζεται αρκετά. Μια ολόκληρη ζωή περνάμε σκεπτόμενοι τι θα πουν οι άλλοι, καταλήγοντας να καταπιέζουμε τους εαυτούς μας, τα πρέπει και τα θέλω μας για κάτι που τελικά κανείς δε λέει. Περιοριζόμαστε από αξίες, ήθη και έθιμα. Σηκώνουμε τείχη μεταξύ μας. Δεν μπορούμε να συνυπάρξουμε. Μας χωρίζουν γλώσσες, θρησκείες, πολιτισμοί, έθνη, πολιτικές πεποιθήσεις, που με τη σειρά τους θέτουν καινούριους κανόνες στους οποίους εμείς πρέπει να υπακούμε. Κανόνες και νόμους που προσπαθούν να κατευνάσουν τα ζωώδη ένστικτα που μας διακατέχουν.
Και κάπου ανάμεσα σε όλα αυτά τα πρέπει και τα μη, υπάρχει μια λεπτή δέσμη φωτός, αρκετή για να δώσει σε ολόκληρη την ύπαρξή μας νόημα. Υπάρχει η ελπίδα. Ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο. Ελπίδα ότι δεν είμαστε απλά ζώα, αλλά κάτι περισσότερο. Κάτι πιο ουσιώδες. Ελπίδα ότι έχουμε τη δύναμη να κάνουμε τη διαφορά, να αλλάξουμε τις καταστάσεις, να ορίσουμε την μοίρα μας, να δημιουργήσουμε τέχνη και πολιτισμό, να ερωτευτούμε, να διασκεδάσουμε. Ελπίδα ότι δεν είμαστε απλά έρμαια σε ένα τελειωμένο παιχνίδι. Σε ένα παιχνίδι του οποίου, τελικά, δεν είμαστε τα πιόνια, αλλά οι παίκτες. Ελπίδα ότι είμαστε όντως ελεύθεροι και δεν περιμένουμε απλώς καρτερικά τον θάνατο να μας λυτρώσει από τη σκλαβιά της ζωής.
«Memento Mori», λοιπόν, «θυμήσου ότι θα πεθάνεις». Αλλά στο ενδιάμεσο «Memento Vivere», «θυμήσου να ζήσεις». Γιατί ο θάνατος είναι αναπόφευκτος, δεν αλλάζει. Όλοι κάποια στιγμή θα πεθάνουμε. Το ερώτημα είναι, θα έχουμε όλοι ζήσει; Γι’ αυτό ζήσε. Ζήσε σαν να είναι η τελευταία σου μέρα, η τελευταία σου στιγμή, η τελευταία σου ανάσα. Πες όσα έχεις να πεις, κάνε όσα θες να κάνεις. Ζήσε χωρίς φόβο. Γιατί όποιος χαρεί την αρχή δεν θα φοβηθεί το τέλος.