Ξέρω ότι θα σου φανεί παράξενο, αλλά θέλω να μου κάνεις μία χάρη. Θέλω να πάρεις τα μάτια σου από την οθόνη σου -όχι ακόμα καλέ, περίμενε έχει και συνέχεια- και να κοιτάξεις ψηλά. Θέλω να παρατηρήσεις αυτό που βλέπεις και να έρθεις να το συζητήσουμε. Περιμένω.
Λοιπόν; Τι είδες; Άσε με να μαντέψω. Είδες έναν λευκό καμβά, που πάνω του μπορείς να ζωγραφίσεις τα πάντα: όνειρα, σκέψεις, φιλοδοξίες. Έναν καμβά που δε χρειάζεται χρώματα για να είναι τέχνη, απλά χρειάζεται κάποιος να τον κοιτάξει. Έμενα η μαμά μου, όταν ήμουν μικρή, μου έδειχνε εκεί τα ελάφια που τρέχουν στα δάση και με άφηνε να παίζω μαζί τους.
Όχι; Μήπως είδες ένα λευκό φράχτη που σε εμποδίζει να προχωρήσεις πιο ψηλά; Ένα πλέγμα από ανασφάλειες και φόβους που το βράδυ σε πλακώνει στο κρεβάτι σου και το πρωί δε σε αφήνει να σηκωθείς. Το ψυχρό λευκό που το κοιτάς και φοβάσαι μην ανοίξει το στόμα του και σου μιλήσει.
Δεν το πέτυχα πάλι. Μάλλον είσαι από τους τυχερούς τότε. Από αυτούς που στολίζουν τα όρια της ζωής τους με όμορφα σχέδια, με φυτά και με φώτα. Από αυτούς που στόχος τους είναι να κοιτάνε ψηλά και να χαίρονται, να νιώθουν την ομορφιά από πάνω τους, σαν να τους τραβάει και να τους κάνει δύο εκατοστά ψηλότερους από περηφάνια.
Αν έκανα και εδώ λάθος τότε μία επιλογή μένει. Κοίταξες ψηλά και είδες το ομορφότερο θέαμα στον κόσμο. Είδες το απέραντο γαλάζιο ή το απύθμενο μπλε. Είδες το λαμπρό αύριο ή τα εκατομμύρια σήμερα. Θαύμασες την αρχή και το τέλος του κόσμου, ένιωσες μικρός ή μοναδικός. Πες μου, φοβήθηκες στην όψη του απείρου;
Κοίτα ψηλά και πες μου, βλέπεις το ταβάνι ή εσένα;
Comments are closed.