Το “Όταν σκοτώνουν τα κοτσύφια” της Harper Lee εκδόθηκε τη δεκαετία του ’60 στην Αμερική. Αποτελεί ύμνο στην ανθρωπιά και πνευματικό όπλο στη μάχη κατά του ρατσισμού και της μισαλλοδοξίας. Γράφτηκε σε μια εποχή και μια χώρα που θεωρούμε αρκετά μακριά από εμάς. Όμως, σήμερα είναι τόσο δίπλα μας όσο ποτέ πριν.
Το βιβλίο μας μεταφέρει πίσω στη δεκαετία του ’30 στο Μέικομπ, μια μικρή πόλη της Αλαμπάμα. “Τo φαινομενικά γαλήνιο και ειρηνικό Μέικομπ της Αλαμπάμα είναι στην πραγματικότητα βουτηγμένο στην προκατάληψη, τη βία και την υποκρισία. Αλλά τη ναρκωμένη συνείδηση της πόλης θα συνταράξει το σθένος ενός ανθρώπου που αγωνίζεται για δικαιοσύνη”.
Εκεί ζει μια μονογονεϊκή οικογένεια, η οικογένεια Φιντς. Ο χήρος Άτικους με τα δύο του παιδιά, την Σκάουτ και τον Τζεμ. Ο Άττικους είναι δικηγόρος και αναλαμβάνει την υπόθεση του Τομ, ενός μαύρου άντρα που κατηγορείται για ένα έγκλημα που δεν διέπραξε. Οι πιθανότητες να αθωωθεί είναι μηδαμινές, αφού στο μυαλό των ανθρώπων εκείνης της κοινωνίας ήταν ήδη ένοχος λόγω του χρώματός του.
Αφηγητής της όλης ιστορίας είναι η 8χρονη Σκάουτ, η οποία καταφέρνει να μας εντάξει για τα καλά στο χωροχρονικό πλαίσιο της ιστορίας. Πολλοί συγγραφείς έχουν επιλέξει ως αφηγητή της ιστορίας τους ένα παιδί. Εδώ, όμως, συμβαίνει κάτι μοναδικό. Η 8χρονη κεντρική ηρωίδα του βιβλίου, αφηγείται, ταυτόχρονα με τις παιδικές σκανταλιές της, με μια απαράμιλλη αθωότητα μια ιστορία γεμάτη στερεότυπα, μίσος, οργή και ρατσισμό. Αφηγείται μια ιστορία που και η ίδια δεν μπορεί να καταλάβει. Είναι βλέπετε που δεν είναι εύκολο για ένα παιδί να καταλάβει τον ρατσισμό. Κανείς , άλλωστε, δεν γεννιέται ρατσιστής, αλλά γίνεται στην πορεία της ζωής του από τα ερεθίσματα που δέχεται. Ο Άτικους, όμως, αποτελεί πρότυπο ενός γονέα που προσπαθεί να μεγαλώσει τα παιδιά του για να αγαπούν και όχι να μισούν.
“Σκοτώστε όσες κίσσες θέλετε, αν μπορείτε να τις πετύχετε, αλλά να θυμάστε ότι είναι αμαρτία να σκοτώνεις τα κοτσύφια”, είχε πει ο Άττικους στα παιδιά του λίγο πριν αναλάβει να υπερασπιστεί το “κοτσύφι” της ιστορίας αυτής. Τα «κοτσύφια» είναι οι ήρεμοι άνθρωποι. Όλοι εκείνοι οι φιλήσυχοι, που όχι απλώς δε μας ενοχλούν, αλλά που ομορφαίνουν και την ζωή μας με το «κελάηδισμά» τους. Ο Άττικους παροτρύνει τα παιδιά του να μπαίνουν διαρκώς στην θέση των άλλων και να φοράνε τα παπούτσια τους. Με την στάση του διδάσκει τα παιδιά του, αλλά και τους αναγνώστες, να αποζητούν πάντα την δικαιοσύνη.
Την δικαιοσύνη αυτή που δεν ακολουθείται από αστεράκια και προϋποθέσεις. Αυτήν που δεν εγκλωβίζεται στα στερεότυπα της εκάστοτε εποχής και κοινωνίας, αλλά που τα υπερπηδά. Την δικαιοσύνη που αξίζουν όλοι οι άνθρωποι αδιακρίτως. Αυτήν που δεν σε καταδικάζει επειδή έτυχε να γεννηθείς μαύρος.
Το “Όταν σκοτώνουν τα κοτσύφια” θα μπορούσε να έχει γραφεί σήμερα, σε μια περίοδο που ο κόσμος εξεγείρεται για τον άδικο χαμό του George Floyd. Είναι ένα βιβλίο στο οποίο οφείλουμε να ανατρέχουμε κάθε φορά που καταπατώνται τα ανθρώπινα δικαιώματα στον κόσμο μας. Περιμένω με μεγάλη ανυπομονησία να δω την “Σκάουτ” αυτού του κόσμου να αναπαράγει χωρίς φόβο και ντροπή τα λόγια της Σκάουτ της ιστορίας: «Όχι Τζεμ, εγώ πιστεύω ότι υπάρχει μόνο ένα είδος ανθρώπων: Άνθρωποι».