Μια μέρα γεννιέσαι. Έρχεσαι σε έναν κόσμο καμωμένο από άλλους. Έρχεσαι τελείως αδύναμος εδώ. Δεν μπορείς να περπατήσεις, μοναχά σέρνεσαι. Δεν μπορείς να μιλήσεις, μοναχά κραυγάζεις. Δεν μπορείς να επιβιώσεις μόνος, απλώς εξαρτάσαι από άλλους.
Και ξαφνικά αρχίζεις να στέκεσαι στα δυο σου πόδια. Αρχίζεις να λες λέξεις και να επικοινωνείς. Αρχίζεις να μιμείσαι. Βλέπεις γύρω σου και προσπαθείς να ακολουθήσεις έναν ρυθμό ανάπτυξης που θα σε βοηθήσει τελείως ασυνείδητα και αδιαμφισβήτητα υποσυνείδητα να εναρμονιστείς κοινωνικά με αυτόν τον κόσμο που στα μάτια σου φαντάζει χαοτικός.
Σου μαθαίνουν να πιάνεις το μολύβι για να γράφεις. Σου μαθαίνουν να πιάνεις το πιρούνι και το κουτάλι για να τρως. Ακολουθείς. Είσαι σίγουρος ότι όλα αυτά είναι χρήσιμα για εσένα και “πρέπει” να τα ακολουθήσεις. Κι έτσι είναι. Τότε, σου μαθαίνουν τα πρώτα γράμματα για να αρχίζεις να διαβάζεις.
Και αυτό το χρονικό σημείο είναι ίσως το πιο κομβικό από όλα στη ζωή σου. Ναι, αναφέρομαι στην χρονική στιγμή που μαθαίνεις ανάγνωση. Ξέρεις να γράφεις και τώρα πια και να διαβάζεις. Σε αυτήν την ηλικία που έχεις μάθει τον τρόπο με τον οποίο μπορείς να επιβιώνεις, μαθαίνεις και τον τρόπο με τον οποίο μπορείς να χτίσεις ένα ελεύθερο, ζωηρό και ζωντανό πνεύμα. Με την ανάγνωση.
Τι κάνεις όμως στην πραγματικότητα; Απλώς συνεχίζεις να ακολουθείς. Αναλώνεσαι στα σχολικά βιβλία που σου προκαλούν μια δυσφορία και ασφυξία και αποφεύγεις συστηματικά την επαφή με εξωσχολικά βιβλία. Αυτό είναι και το μέγα λάθος. Αυτό που τρέφει ένα σύστημα που το μόνο πράγμα που γνωρίζει να κάνει σωστά είναι το πώς θα σε κάνει μέρος του. Και εσύ γίνεσαι. Όλοι γινόμαστε. Δεν είμαστε τίποτα παραπάνω από καλοκουρδισμένα γρανάζια με ένα υποδουλωμένο και βαθιά νυχτωμένο πνεύμα.
Παπαγαλίζουμε την ιστορία, σαν αυτός να είναι ο σκοπός της. Φορτωνόμαστε κάθε μέρα με είκοσι ασκήσεις μαθηματικών από τις οποίες εξαρτάται για κάποιο λόγο ο βαθμός της νοημοσύνης μας. Αναπαράγουμε επιχειρήματα στην έκθεση και συμπεριφερόμαστε όλα τα μέρη του συστήματος σαν να πιστεύουμε ότι αποτελεί αποτέλεσμα της προσωπικής διάνοιας του καθενός.
Και έρχονται τα 18 χρόνια μας. Η στιγμή που όλοι περιμένουμε για να ενηλικιωθούμε. Ψυχή βαθιά. Ποιος Έλληνας φοιτητής ενηλικιώνεται, μωρέ, πριν τελειώσει την σχολή. Κάτω από τις φτερούγες του μπαμπά και της μαμάς είμαστε ακόμη βολεμένοι (αν είμαστε βέβαια τυχεροί). Απροετοίμαστοι εντελώς να βρεθούμε αντιμέτωποι με τις ενήλικες υποχρεώσεις μας, επιδιδόμαστε σε έναν πρωταθλητισμό διασκέδασης και ξενυχτιών βάζοντας σε δεύτερη μοίρα τη σχολή και φυσικά το πνεύμα μας.
Και έρχεται η στιγμή που παίρνουμε πτυχίο και βγαίνουμε στην αγορά εργασίας. Tότε καταλαβαίνουμε ότι ίσως αυτός ο κόσμος που φτιάχτηκε από άλλους για εμάς δε μας κάνει. Τι μπορούμε να κάνουμε όμως για να τον αλλάξουμε; Σαν άδεια σακιά γεμάτα χαρτιά για το βιογραφικό μας και καλοπέραση (μιας που μια φορά είσαι φοιτητής) έχουμε γίνει πια. Και όταν η μία απόρριψη έρχεται μετά την άλλη συνειδητοποιούμε ότι τότε, στην πρώτη και τη Δευτέρα δημοτικού έπρεπε να είχαμε διαβάσει λίγο Ευγένιο Τριβιζά. Καταλαβαίνουμε ότι κάπου στο γυμνάσιο είναι μια καλή ευκαιρία να πιάσουμε στα χέρια μας κάποιο βιβλίο της Άλκης Ζέη. Φυσικά, στο Λύκειο βιβλία φαντασίας όπως αυτά της Rowling ή του Tolkien θα φάνταζαν μονόδρομος. Και βέβαια, στο πανεπιστήμιο, ο Καζαντζάκης και ο Camus θα είχαν δώσει μια άλλη οπτική στα πράγματα. Εννοείται ότι αν γύριζες τον χρόνο πίσω δεν θα έχανες ευκαιρία και για μια βόλτα στο θέατρο ή για μια ταινία που θα άνοιγε τους ορίζοντές σου.
Με έναν περίεργο τρόπο, όμως, η συνειδητοποίηση αυτή δεν είναι αρκετή για να ανατρέψει την ορμητική πορεία αυτού του φαύλου κύκλου. Γιατί το σύστημα είναι δυνατό. Και πάντα νικάει. Ας μην του κάνουμε την χάρη. Ας ελευθερώσουμε το πνεύμα μας που ασφυκτιά στο εντοιχισμένο υπόγειο κελί που μας έφτιαξαν. Επανάσταση πνεύματος it is.
Comments are closed.