Ξύπνησα σήμερα το πρωί και σκέφτηκα “κι αν ήμουν χταπόδι;”.
Αν ήμουν χταπόδι θα είχα οχτώ πόδια -όχι πλοκάμια, δε θα ήμουν φλώρικο καλαμάρι- με βεντούζες που είναι δυνατές αλλά ταυτόχρονα απαλές. Τις καλύτερες αγκαλιές θα έκανα.
Θα είχα τρεις καρδιές, μία για τα ζωτικά όργανα και δύο για τα οκτώ πόδια μου. Αν είχε πρόβλημα η μία θα είχα άλλες δύο να τη στηρίξουν. Δε γίνεται να πληγώσεις τρεις καρδιές ταυτόχρονα, σωστά; Και θα κυλούσε σε αυτές μπλε αίμα, πόσο κουλ; Βέβαια αν επέλεγα να κολυμπήσω γρήγορα αυτή που είναι υπεύθυνη για τα ζωτικά όργανα θα σταματούσε, θα κουραζόμουν. Είναι πολύ καλύτερα όμως να βολτάρεις στον βυθό με την ησυχία σου, δε χρειάζεται να βιάζεσαι.
Δυστυχώς, αν είχα στρες θα έτρωγα κάποιο από τα πόδια μου. Αλλά έτσι κι αλλιώς το άγχος σε κάνει να… τρώγεσαι, δε θα άλλαζε κάτι. Θα ξαναμεγάλωνε το πόδι μου, όμως, και θα ξαναγινόμουν γνήσιο χταπόδι. Και αν ήθελα την ησυχία μου θα χωνόμουν μέσα σε ένα κοχύλι και δε θα με ενοχλούσε κανείς.
Δε θα με ενοχλούσε ούτε καν το κρύο ή το σκοτάδι. Θα έκανα μία “εσωτερική ενδοσκόπηση” και θα άλλαζα τον γενετικό μου κώδικα για να αντέχω σε δύσκολες συνθήκες. Η αυτοβελτίωση στα καλύτερά της.
Θα μπορούσα να αλλάζω χρώμα για να ταιριάζω με το περιβάλλον μου ή για να ξεχωρίζω από αυτό. Και δε νομίζω τα χταπόδια να κάνουν διακρίσεις στα χρώματα, έχουν κυριολεκτικά αχρωματοψία.
Αν ήμουν χταπόδι, θα ήμουν πολύ κουλ. Και σε όποιον με ενοχλούσε θα έριχνα μελάνι για να μάθει.