Ο Julian Barnes με αυτό το βιβλίο επιβεβαιώνει το τίτλο που του έχει δοθεί ως ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους βρετανούς συγγραφείς. Για μένα είναι το πρώτο βιβλίο που διαβάζω από εκείνον και σίγουρα όχι το τελευταίο.
Έχουν γραφτεί πολλά βιβλία για τον έρωτα. Για τη δύναμή του ως το πιο όμορφο πράγμα στον κόσμο. Λοιπόν αυτό το βιβλίο μας μιλάει για την «αδυναμία» του έρωτα. Ο Barnes επιλέγει μια περίπλοκη διαδρομή, ξεκινώντας από την μυθοποίηση του έρωτα και καταλήγοντας στην απομυθοποίηση του. Μια διαδρομή γεμάτη μελαγχολία παρόλο που μιλάει για τον ευχάριστο γεγονός του έρωτα. Είναι όμως μια μελαγχολία που δεν σε καταθλίβει, μια μελαγχολία σύμφυτη με την ύπαρξη. Σκέψεις με τις οποίες ταυτίζεσαι. Σκέψεις που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν αποφθεγματικές. Για τη ζωή, τον θάνατο, τον έρωτα, τα νιάτα, τον χρόνο, τη μνήμη.
Το βιβλίο ξεκινά με την φράση «Θα προτιμούσες να αγαπάς πολύ και να υποφέρεις πολύ ή να αγαπάς λίγο και να υποφέρεις λίγο; Νομίζω πως αυτό είναι, τελικά, το μόνο ουσιαστικό ερώτημα». Εκείνη τη στιγμή σίγουρα σταματάς την ανάγνωση και για λίγο σκέφτεσαι τι θα απαντούσες στο ερώτημα που σου έθεσε ο συγγραφέας. Συνεχίζεις την ανάγνωση και αναρωτιέσαι τι μπορεί να σημαίνει ο τίτλος. Ποια είναι η «μοναδική ιστορία»; “Βλέπεις ένα ζευγάρι και σου φαίνεται ότι βαριούνται αφόρητα ο ένας τον άλλον. Σου είναι αδύνατον να φανταστείς ότι έχουν οτιδήποτε κοινό, αναρωτιέσαι γιατί εξακολουθούν να ζουν μαζί. Αλλά δεν είναι απλώς συνήθεια, δεν είναι βόλεμα, δεν είναι εφησυχασμός, δεν είναι σύμβαση, δεν είναι οτιδήποτε τέτοιο. Είναι γιατί κάποτε, είχαν την ερωτική τους ιστορία. Όλοι είχαν. Είναι η μοναδική ιστορία “.
Πάνω σε αυτή την ιστορία ο Barnes βρίσκει χώρο για να εκφράσει τις απόψεις του και να παρουσιάσει μια άλλη οπτική του έρωτα. Μάλλον διορθώνω. Θέλει να παρουσιάσει την πορεία του έρωτα έτσι όπως βιώνεται όταν τα άλλα βιβλία σταματούν την αφήγηση τους.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 ένας δεκαεννιάχρονος νεαρός, ο Πολ Κέιζι, που ζει με τους γονείς του σ’ ένα προάστιο του Λονδίνου, γνωρίζει στο τοπικό κλαμπ του τένις τη σαραντάχρονη Σούζαν, παντρεμένη και με δύο ενήλικες κόρες. Ο ερωτικός δεσμός του Πολ και της Σούζαν σοκάρει τη μικρή, συντηρητική κοινωνία του Βίλατς, την οποία ο συγγραφέας περιγράφει με αριστοτεχνική συντομία. Οι δυο εραστές αποφασίζουν να ζήσουν στο Λονδίνο. Καθώς τα χρόνια περνούν ο δεσμός σιγά-σιγά φθίνει. Η Σούζαν καταφεύγει στον αλκοολισμό και βυθίζεται στην κατάθλιψη. Το τέλος μελαγχολικό, αλλά αναπόφευκτο.
Το βιβλίο αποτελείται από τρία μέρη. Στο πρώτο μέρος η αφήγηση γίνεται στο πρώτο πρόσωπο. Εδώ κυριαρχεί ο έρωτας Πολ-Σούζαν. Στο δεύτερο μέρος το πρώτο πρόσωπο συμφύρεται μ’ ένα άγνωστο “εσύ”. Αναπτύσσεται ένα είδος εσωτερικού μονολόγου του Πολ με τον εαυτό του, ο οποίος έχει μια διάθεση να κατηγορηθεί για σφάλματα του παρελθόντος. Τέλος, στο τρίτο μέρος ο Πολ αποτιμά τη δική του μοναδική ιστορία, σε τρίτο πρόσωπο. Η αφήγηση πιο απόμακρη, πιο αποστασιοποιημένη.
O Πολ αρχικά παρουσιάζεται φιλόδοξος και ρωμαλέος για τον έρωτα του. Στο τρίτο μέρος παρατηρεί με λύπη και καχυποψία την εκδήλωση οποιουδήποτε έρωτος. Ένα βιβλίο που μας βάζει στη διαδικασία να επαναπροσδιορίσουμε σκέψεις και συναισθήματα για την μοναδική μας ιστορία.
Comments are closed.