Ο μύθος αποτελεί μια αγαπημένη «συνήθεια» κάθε πολιτισμού, κάθε λαού, κάθε κοινωνίας. Εξάλλου, μπορούμε με άνεση να παρατηρήσουμε πως κάθε πολιτισμός έχει τους δικούς του μύθους. Είναι όμως μέγιστο σφάλμα να πιστεύουμε πως οι μύθοι είναι ταυτόσημοι με το παρελθόν και την αγνότητα. Η αλήθεια είναι πως κανένας μύθος δεν είναι αθώος από τη στιγμή που υπάρχει η πρόθεση.
Κάθε μύθος έχει τη δική του δομή, το δικό του αφήγημα (όρος πολύ αγαπημένος τα τελευταία χρόνια) θα λέγαμε. Και για να καταλάβουμε καλύτερα όσα μας ταλαιπώρησαν μέχρι τώρα, εδώ μας βοηθά η σκέψη του Ρολάν Μπαρτ περί της υπόσταση τους μύθου ως λόγου (langage). Σύμφωνα με τον γάλλο θεωρητικό ο μύθος λειτουργεί υπό το πρίσμα ενός άρτιου συστήματος γλωσσικής ή και εικονικής επικοινωνίας που εντυπώνεται στο νου ως κάτι φυσικό. Αυτό σημαίνει πως όταν επιδιώκουμε να κατασκευάσουμε τον μύθο του δίνουμε μορφή (σημαίνον) και νόημα (σημαινόμενο) με τέτοιο τρόπο ώστε από τη μια να αγγίζει τα όρια του πραγματικού (καθότι θα πρέπει να συμφωνεί με το περιβάλλον στο οποίο απευθύνεται και από το οποίο αντλεί τα μέσα για να συντεθεί) και από την άλλη να επιβάλλεται ως φυσική κατασκευή που απλά «καταναλώνεται» από τον δέκτη του μύθου, τον απλό άνθρωπο. Γι’ αυτό και στον μύθο μεγαλύτερη σημασία έχει ο τρόπος μετάδοσης, δηλαδή η μορφή του ενώ το νόημα, που έλκει το περιεχόμενό του από τη μορφή (άμεση σχέση σημαίνοντος και σημαινομένου) κωδικοποιείται και ως έτσι μεταφέρεται στον δέκτη.
Τι σημαίνουν όλα αυτά στην πράξη; Πως αν και μια πραγματικότητα ο κορονοϊός έχει αποκτήσει τη δική του «φυσική» υπόσταση που ξεπερνά τα όρια του πραγματικού ή, με άλλο τρόπο, επιβάλλεται πάνω στο πραγματικό ως φυσικός κανόνας. Έτσι, αν θεωρήσουμε πως η ερμηνεία προέρχεται από την μορφή του, τότε τόσο η γλωσσική (είναι γνωστή η διαμάχη των πρώτων ημερών να οριστεί η λέξη ως κορονοϊός, κοροναϊός ή κορωνοϊός, στοιχείο που δείχνει από τη μια τη γνωστή σύγχυση της ορθογραφίας για έναν νέο όρο αλλά μαρτυρά, κατά τη γνώμη μου, και τη σύγχυση απέναντι σε κάτι πρωτόγνωρο και μυστηριώδες, η ρητορική του πολέμου που συχνά αποδίδεται στη μάχη για την αντιμετώπισή του, η εξύμνηση του ιατρικού προσωπικού αλλά και των άλλων ειδικοτήτων της δημόσιας ζωής ως ηρώων απέναντι, η ρητορική της καραντίνας με το «μένουμε σπίτι») όσο και η εικονιστική του αναπαράσταση (ως θάνατος με δρεπάνι, ως ιός με συγκεκριμένη μοριακή δομή, οι εικόνες που τον δείχνουν να συγκρούεται με τους γιατρούς οι οποίοι ως ζωντανές ασπίδες μπαίνουν ανάμεσα σε αυτόν και τον ασθενή) συνθέτουν ένα μύθο που επιβάλλεται στην πραγματικότητα και την ρυθμίζει.
Μια πρώτη σκέψη από τα παραπάνω θα μπορούσε να διατυπωθεί με τη μορφή ερωτήματος: δηλαδή ο κορονοϊός έρχεται και επιβάλλει μια τρομοκρατία η οποία στην πραγματικότητα δεν υπάρχει; Προφανώς και όχι, θα ήταν η απάντηση (χωρίς να εννοώ ότι πρέπει να υπάρχει η τρομοκρατία). Ωστόσο, επιβάλλει μια κάποια είδους κανονικότητα, όχι ως φαινόμενο φυσικό αλλά ως φαινόμενο «φυσικοποιημένο», δηλαδή κατασκευασμένο να φαίνεται φυσικό ως έτσι.
Πάνω στη λογική αυτή έγκειται και η συνωμοσιολογική ερμηνεία του κορονοϊού. Δηλαδή, αν η πραγματικότητα-κανονικότητα της προφύλαξης, του εγκλεισμού, του «δεν πρέπει να χαλαρώσουμε τα μέτρα» που επιβάλλεται από την επιστημονική κοινότητα μπορεί να κατασκευαστεί και να θεωρείται αυτή ως φυσική, τότε γιατί να μην κατασκευαστεί η πραγματικότητα-κανονικότητα των μυστικών ενεργειών που έφεραν την παγκόσμια κοινότητα αντιμέτωπη με μια απειλή που έρχεται είτε από μυστικές οργανώσεις είτε από φανταστικά πλάσματα είτε από το διάστημα (αγαπημένο μέρος των συνωμοσιολόγων);
Το ζήτημα για την επαναφορά στην κανονικότητα θα πρέπει να εμπλέκει υποχρεωτικά το ζήτημα για τη διαχείριση της κανονικότητας του κορονοϊού. Διότι, ως φαινόμενο-μύθος θα πρέπει να κατανοηθεί ως μια πραγματικότητα μέσα από την οποία θα διηθείται κάθε κίνηση οικονομική, πολιτική, προσωπική που θα ακολουθήσει μέχρι να έρθει τουλάχιστον μια κάποια λύσις.
Στην κανονικότητα τη νέα ωστόσο που θα δημιουργηθεί στη μετά κορονοϊόν εποχή θα πρέπει να καταφέρουμε να «απομυθοποιήσουμε» τον μύθο και να είμαστε συνεχώς σε επαγρύπνηση για να ελέγχουμε την «κανονικότητα» που θα επιβληθεί. Και για να το πούμε λαϊκά: όσο δεν «χάφτουμε παραμύθια» από κάθε κατεύθυνση τόσο θα μπορέσουμε να διασφαλίσουμε αξίες που στο όνομα της παγκόσμιας κρίσης μπορεί να ισοπεδωθούν. Έχει σημασία να επιλέξουμε ανάμεσα σε ένα κακό όνειρο ή σε μία σκληρή πραγματικότητα. Να επιλέξουμε τη δική μας κανονικότητα.