Έβλεπα τις προάλλες την κλασική ταινία «Ο Θόδωρος και το δίκανο» του 1962, η οποία κινείται στο μεταίχμιο ανάμεσα στις πρώτες ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου τη δεκαετία του 1950 και στη χρυσή εποχή, όπως έχει ονομαστεί, της δεκαετίας του 1960-1970. Και όσο την έβλεπα τόσο συνειδητοποιούσα πόσα χάνουν όσοι αρνούνται να παρακολουθήσουν τις ταινίες αυτές που σημάδεψαν όχι μόνο την κινηματογραφική αλλά και την τηλεοπτική ιστορία των τελευταίων δεκαετιών με τη συνεχόμενη αναπαραγωγή τους.
Οι ελληνικές ταινίες μεγάλωσαν γενιές ανθρώπων με μοναδικό στόχο τη μαζική ψυχαγωγία τους η οποία μάλιστα ήταν πολύτιμη σε εποχές δύσκολης καλλιτεχνικής παραγωγής, όπως αυτή της τελευταίας δεκαετίας της οικονομικής κρίσης. Δεν είναι τυχαίο πως ταινίες-σταθμός όπως «της Κακομοίρας» μεταφέρθηκαν τα τελευταία χρόνια τόσο στο θέατρο όσο και στον κινηματογράφο ως διασκευές της κλασικής ταινίας του 1963, ενώ ας μην ξεχνάμε και τον επιχρωματισμό που έγινε σε κλασικά «μεγαθήρια» της εποχής, όπως στο «η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα» του 1965.
Προσωπικά λατρεύω τις ελληνικές ταινίες και μου δίδαξαν πολλά. Στα μικράτα μου αποτέλεσαν τα πρώτα κινηματογραφικά μου σκιρτήματα, όσο όμως μεγάλωνα διαπίστωνα τον πλούτο των ιδεών που μετέφεραν. Οι ταινίες είναι στοιχείο πολιτισμού και ως έτσι θα πρέπει να τις παρακολουθούμε. Όχι ως ένα μουσειακό είδος που πρέπει να το καθαρίζουμε από τη σκόνη αλλά ως ένα μέσο αναγνώρισης της ιδεολογίας, της κουλτούρας, ως ένα μέσο μελέτης και κατανόησης του παρελθόντος. Οι ελληνικές ταινίες σημάδεψαν την ιστορία του πολιτισμού και αντικατοπτρίζουν τον τρόπο σκέψης των ανθρώπων της εποχής στην οποία δημιουργήθηκαν. Σίγουρα όχι όλες οι ταινίες – εξάλλου δεν είναι όλα αγιοποιημένα στο παρελθόν – αλλά ποιος μπορεί να αρνηθεί πως η ταινία «Ο Θόδωρος και το δίκανο» σχολιάζει με τρόπο άμεσο και αστείο τον ερχομό των νέων ηθών και την προσπάθεια του Θόδωρου να διατηρήσει με εμμονή τις παραδοσιακές αξίες, που κλείνει με την εκπληκτική διαπίστωση πως τελικά η ατιμία δεν έχει ούτε εποχές ούτε κοινωνίες; Ποιος μπορεί να ξεχάσει στο «η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα» την αλλαγή του αστικού τοπίου και την ισοπέδωση της παλιάς αισθητικής από νέα ήθη που έρχονται και επιβάλλονται από μια εκμοντερνοποίηση της κοινωνίας; Ή ποιος δεν βλέπει στο πρόσωπο του «Ζήκου» μια καρικατουρίστικη φιγούρα μιας κλασικής κωμωδίας;
Οι ελληνικές ταινίες του παρελθόντος διδάσκουν και ψυχαγωγούν. Κατ’ αυτό τον τρόπο εκπληρώνουν τον σκοπό που το θέαμα έχει αρχετυπικά, να κάνει τον θεατή να περάσει τον χρόνο του ευχάριστα και παράλληλα να μορφώσει.