Τελευταία θα έλεγα ότι η επαφή μας με τον πραγματικό «έξω» κόσμο έχει ελαχιστοποιηθεί για τους γνωστούς και μη εξαιρετέους λόγους. Ζούμε μια πραγματικότητα περισσότερο εικονική. Μπαίνουμε καθημερινά στα σόσιαλ, «σκρολάρουμε», προσπερνάμε βίντεο και εικόνες με ταξίδια, ρούχα, κατοικίδια, φαγητά, μουσικές, ώσπου κάτι από όλα μας τραβάει την προσοχή. Και σταματάμε. Όχι, όμως, αυτό δεν είναι κάτι φανταχτερό, χαρούμενο και ζηλευτό. Τουναντίον. Είναι η εξαθλίωση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Εικόνες και ειδήσεις βίας και μίσους. Θύματά της; Φοιτητές/φοιτήτριες που διεκδικούν τα αυτονόητα, πρόσφυγες που προσπαθούν να περάσουν τα σύνορα, μία γυναίκα στη Μακρινίτσα, ένας γκέι άνδρας, μία διαδηλώτρια στη Μυανμάρ, στην άλλη άκρη του κόσμου, ένας δημοσιογράφος, ένα μικρό παιδί με σπασμένο χέρι… και τελειωμό δεν έχουν. Ας μην τα προσωποποιούμε λοιπόν. Η αναφορά ήταν απλώς ενδεικτική. Δυστυχώς.
Και μετά από όλα αυτά, την επαφή μας με την πραγματικότητα μόνο εικονική δεν τη λες. Είναι ωμή. Πιο ωμή δε γίνεται. Πόσο πιο ξεκάθαρα να δούμε τη βία δηλαδή; Ξεδιπλώνεται μπροστά στα μάτια μας, κάθε μέρα όλο και πιο έντονα, όλο και πιο πολύ. Κι εμείς παθητικοί θεατές… Η βία είναι βία σε όποιον κι αν απευθύνεται χωρίς πολλά λόγια, αστερίσκους και φθηνές δικαιολογίες.
Αλλά το ερώτημα είναι: Γιατί; Προς τι αυτό το μίσος; Ποτάμια αίματος, ψυχές που ζητούν βοήθεια, ψυχές που ξεψυχούν… και ο λόγος είναι ποιος; Κάνω υπεράνθρωπες προσπάθειες να δώσω μια απάντηση μέσα μου, αλλά συναντώ αδιέξοδο. Με πιάνει ένας κόμπος στο λαιμό. Πνίγομαι. Βγαίνω έξω να πάρω λίγο αέρα, να ξεχαστώ. Μάταια όμως. Οι σκέψεις μου επιμένουν και παραμένουν το ίδιο ανάλγητες. Θέλω να ουρλιάξω.
Ποια δύναμη μπορεί να είναι αυτή που σε σπρώχνει να βλάψεις κάποιον; Να τον κοιτάξεις κατάματα και να σκεφτείς ότι «ναι, θέλω να σου κάνω κακό» και… να το κάνεις; Είναι μήπως κάποια παράλογη ψευδαίσθηση υπεροχής πάνω στο θύμα σου; Είμαι ο άνδρας σου κι εσύ η γυναίκα μου, άρα μπορώ να το κάνω, είμαι ημεδαπός κι εσύ αλλοδαπός, άρα μπορώ να το κάνω, είμαι στρέιτ κι εσύ γκέι, άρα μπορώ να το κάνω, φοράω στολή κι εσύ όχι, άρα μπορώ να το κάνω… και δε συμμαζεύεται. Είναι μήπως κάποια αδυναμία στη διαχείριση του θυμού και των αρνητικών συναισθημάτων εν γένει; Είναι μήπως κάποια ανικανότητα επίλυσης των διαφορών με άλλα μέσα, ειρηνικά, ανθρώπινα; Ό,τι και να είναι, πάντως, δεν μπορώ να το δικαιολογήσω αλλά ούτε και να το χωνέψω ότι ζούμε σε μία ζούγκλα. Αδιανόητο. Παράλογο. Βοήθεια.
Και λίγο πριν οι σκέψεις μου βγουν εκτός ελέγχου, σαν αγριεμένο ποτάμι που παρασέρνει μανιωδώς ό,τι βρει μπροστά του, συνειδητοποιώ ότι η ώρα έχει περάσει. Για την ακρίβεια κοντεύει να ξημερώσει. Αφήνω το κινητό μου στην άκρη κοιτώντας το σα να είναι αυτό υπαίτιο, σα να μου φταίει σε κάτι, σβήνω το φως – για όσο προλαβαίνω πριν ξεπροβάλλουν οι πρώτες ενοχλητικές ακτίνες του ήλιου – , κοιμάμαι… και βλέπω εφιάλτες με τον ίδιο κόμπο να συνεχίζει να σφιχταγκαλιάζει το λαιμό μου. Και την επόμενη ημέρα πάλι από την αρχή. Και μετά πάλι, και μετά πάλι. Οι ίδιες βίαιες ιστορίες επαναλαμβάνονται με διαφορετικά θύματα κάθε φορά. Δε λένε να τελειώσουν.
Ή μάλλον δε λένε να τις τελειώσουν…