Albert Camus – Ο Άνθρωπος που επαναστάτησε

Όποιος διαβάζει βιβλία είναι σαν να ζει χίλιες ζωές είχε πει κάποιος. Και συμφωνώ απόλυτα. Επιτρέψτε μου, όμως, να το παραφράσω και να σας πω ότι όποιος διαβάζει Καμύ είναι σαν να έχει ζήσει τα πάντα. Και αυτό συμβαίνει γιατί ακριβώς ο εν λόγω συγγραφέας έχει την ικανότητα να μας μεταφέρει σε τόσο σκοτεινές καταστάσεις και σε τόσο σκοτεινά συναισθήματα, που μας ωριμάζουν στο έπακρο.

Πολλοί έχουν ακούσει το όνομά του. Πολλοί έχουν χρησιμοποιήσει κάποια στιγμή ένα quote του, γιατί ακριβώς δεν έχουν κάτι να πουν, αφού εκείνος τα έχει πει όλα. Τα έργα του θεωρούνται κοσμήματα για μια βιβλιοθήκη. Τα έργα του θεωρούνται κοσμήματα για το νου εκείνου που τα έχει διαβάσει. Έχει ένα μοναδικό τρόπο –αντίστοιχο με αυτόν του Καζαντζάκη- να ανοίγει το μυαλό σου. Μπορεί μέσα από τις λέξεις του να χτίζει συναισθήματα και βιώματα. Και αυτό είναι το μεγαλύτερο προσόν για έναν συγγραφέα.

Με τα έργα του ο Καμύ έφερε στο προσκήνιο τον άνθρωπο. Όχι τον ιδεατό άνθρωπο, που διαβάζουμε όλοι σε άλλα βιβλία και λέμε ότι αποκλείεται να υπάρχει ένα άνθρωπος που ζει τόση ευτυχία. Ο Καμύ, ως εισηγητής του παραλόγου στη λογοτεχνία, μιλά για τον πάσχοντα άνθρωπο. Μιλά για εκείνον τον άνθρωπο που λίγο πολύ σε κάποιες στιγμές της ζωής μας όλοι έχουμε υπάρξει, μιας που όλοι μας έχουμε βαδίσει στα πιο σκοτεινά σημεία του ψυχισμού μας.

Ο Καμύ κατάφερε στη λογοτεχνία κάτι μοναδικό. Κατάφερε να την αλλάξει για τα καλά και μαζί της κατάφερε να αλλάξει και λίγο τον κόσμο. Και αυτό συνέβη γιατί μέσα από μια αριστοκρατική λεπτότητα, δε δίστασε να αμφισβητήσει τον κραταιό τρόπο ζωής, τα κυρίαρχα συστήματα λειτουργίας των κρατών, αλλά και την ίδια τη δομή της κοινωνίας εν γένει. Το λέει άλλωστε και ο ίδιος ότι δεν πρόκειται για τίποτα περισσότερο από ένα νέο άνθρωπο που έχει για όπλο του την αμφισβήτηση. Κατάφερε να μιλήσει για τα ψυχικά και συναισθηματικά προβλήματα που αντιμετωπίζει ο άνθρωπος συνυφασμένα παράλληλα και με τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι λαοί και η κοινωνία.

Εκείνος θεωρούσε ότι δεν μπορεί να ζήσει χωρίς την τέχνη του, αλλά ποτέ δεν τοποθέτησε την τέχνη αυτή πάνω από όλα. Παραδέχεται ότι η τέχνη τού έγινε απαραίτητη, γιατί είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τους ανθρώπους, και του επιτρέπει να ζει, έτσι όπως είναι, στο ίδιο επίπεδο με όλους τους άλλους. Παρά την εκτεταμένη αναζήτηση του σκοταδιού της ανθρώπινης ύπαρξης, μαρτυρά πως δεν μπόρεσε ποτέ να παραιτηθεί από το φως, την ευτυχία της ύπαρξης, της ελευθερίας με την οποία μεγάλωσε.

Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ταπεινότητα του χαρακτήρα του. Πολύ σημαντικό το γεγονός ότι την χρονιά που βραβεύτηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας, υπερίσχυσε του Καζαντζάκη για μόλις μια ψήφο, με τον Καζαντζάκη να του στέλνει ευχητήριο τηλεγράφημα. Όταν έμαθε για τον θάνατό του, ο Καμύ έγραψε στην Ελένη Καζαντζάκη: «Κι ακόμα δεν ξεχνώ πως τη μέρα που λυπόμουν να δεχτώ μια τιμή, που ο Καζαντζάκης άξιζε εκατό φορές περισσότερο, έλαβα ένα του τηλεγράφημα από τα πιο θερμά.»

Ο Αλμπέρ Καμύ, ο συγγραφέας που ήθελε να γράφει εκ μέρους των συγγραφέων που τους στερούνταν η ελευθερία της έκφρασης, έφυγε έχοντας ζήσει πάνω από δυο ζωές το 1960, σε ηλικία μόλις 46 ετών. Ο λόγος; Ένα τροχαίο. Στις τσέπες του θα βρεθεί χειρόγραφο το μυθιστόρημα «Ο πρώτος άνθρωπος» που έμελλε να μείνει ανολοκλήρωτο. Στον Ξένο, ο Καμύ γράφει: “Από τη στιγμή που όλοι θα πεθάνουμε, είναι προφανές πως το πού και το πότε δεν έχει σημασία”.

Για κάποιον περίεργο λόγο, όμως, είμαι σίγουρος ότι και πάλι το ίδιο σκηνοθετικά άψογο τέλος θα επέλεγε και εκείνος για τον εαυτό του. Σε ένα αυτοκίνητο, στον δρόμο, αγκαλιά με ένα μισοτελειωμένο του βιβλίο.

Comments are closed.