«Είναι κοριτσάκι!»

-αυτές-

εκ γενετής ετοιμοθάνατες

φύλλου συκής θνησιγένεια

παραφρασμένο αισχρογράφημα

τσακισμένες περισπωμένες σε «ναι» ανείπωτα

Γεννήθηκα στις 27/5/2000. Ημέρα Σάββατο. Την πρώτη φορά που μου έκαναν χυδαίο σχόλιο στο δρόμο, ήταν ένα απόγευμα που πήγαινα στην πλατεία απέναντι από το σχολείο με μια φίλη μου, φορώντας ένα ροζ σορτσάκι. Ήταν το καλοκαίρι του 2012. Αυτό σημαίνει πως την πρώτη φορά που με σεξουαλικοποίησε κάποιος, ήμουν 12 χρονών. Η φίλη που περπατούσε δίπλα μου, ένα χρόνο μικρότερη αλλά δυο κεφάλια πιο ψηλή, μου είπε ότι σε αυτή συνέβαινε συνέχεια∙ δεν θυμόταν πότε ξεκίνησε. Μου είχε φανεί περίεργο τότε, μετά το συνήθισα κι εγώ. Σαν να συνέβαινε από πάντα. Στην πλατεία έβγαινε και η αδερφή μου, που γεννήθηκε το Σεπτέμβρη του 2001. Το ίδιο καλοκαίρι, ένα απόγευμα γύρισε σπίτι με κλάματα. Κάποιος την είχε ακολουθήσει με το αμάξι, φωνάζοντας αισχρά λόγια. Φορούσε το ροζ σορτσάκι. Της είπα, όταν έχουμε σκοπό να γυρίσουμε μόνες σπίτι, να φοράμε μακρύ παντελόνι…

-κι εγώ-

το σώμα μου, το αίμα να βράζει  

το είναι μου ολόκληρο κόκκινες φλύκταινες βγάζει 

καθώς χαραγμένες μέσ’ την πέτρα τις κοιτώ  

αυτές/εμάς/εμένα.

Φοίτησα έξι χρόνια στο δημοτικό, τρία στο Γυμνάσιο κι άλλα τρία στο Λύκειο∙ σε μικρά, δημόσια, συνοικιακά σχολεία, ξεχασμένα από το Θεό, σε μια μεγαλούπολη με επαρχιακή νοοτροπία. Αγόρι πρώτη φορά φίλησα στα 15 μου. Δύο χρόνια νωρίτερα, στα 13, είχα μάθει πως έφταιγα εγώ για την παρενοχλητική συμπεριφορά ενός καθηγητή μου. Εγώ έφταιγα, γιατί τον παρεξήγησα∙ κι αν δεν τον είχα παρεξηγήσει πάλι εγώ έφταιγα, μου είπαν, που προκάλεσα. Δεν κατάλαβα ποτέ με ποιο τρόπο. Το 2013 ήταν κι όταν τα στατιστικά ανέδειξαν ως κύρια αιτία θανάτου γυναικών ηλικίας 16-44 τη δολοφονία από οικείο πρόσωπο∙ πέρασαν πολλά χρόνια μέχρι να μάθω τη λέξη «γυναικοκτονία». Κι όμως, σαν να την ήξερα από πάντα. Στο Γυμνάσιο ντρεπόμασταν με τις φίλες μου να σηκωθούμε στον πίνακα, χωρίς μια ζακέτα τυλιγμένη γύρω από τη μέση μας, να κρύβει τον πισινό μας. Στο Λύκειο, ένας καθηγητής μας, σήκωνε επίτηδες μια φίλη μου στον πίνακα, και της έλεγε να βγάζει τη ζακέτα. Αν δεν την έβγαζε μόνη της, της την τραβούσε μέχρι να βγει. Γέλια στην τάξη, φωνές…

Η ζωή μας   

συζήτηση τραπέζης στρογγυλής

μ’ όλους τους συνδαιτυμόνες…

Στα 16 μου έκανα την πρώτη μου σχέση. Ντρεπόμουν να το πω στους γονείς μου. Στα 16 του έκανε και ο ξάδερφός μου την πρώτη του σχέση. Του έπεσαν τα προφυλακτικά από τις τσέπες σε μια οικογενειακή μάζωξη, όπως γυρνούσε να δώσει το πιάτο του σε εμένα και στην αδερφή μου που βοηθούσαμε στο τραπέζι, κι όλοι γελούσαμε. Έπρεπε να φτάσω 20 χρονών για να αγοράσω μόνη μου προφυλακτικά. Ακόμα και τη λέξη, με δισταγμό τη γράφω.

Στα 17 μου, μου είπαν ότι η παρθενία είναι ένα δώρο που πρέπει να επιλέξω πολύ προσεκτικά σε ποιον σύντροφο θα το χαρίσω. Ρώτησα αν ισχύει το ίδιο για τα αγόρια και μου είπαν πως όχι. Άλλωστε, και βιολογικά διαφέρουμε. Και καμία σχέση δεν έχει ότι δήθεν τα κορίτσια ωριμάζουν πιο γρήγορα, βιολογικά και συναισθηματικά, σε σύγκριση με τα αγόρια. Δηλαδή, έχει σημασία, αλλά υπό την έννοια ότι επειδή τα κορίτσια ωριμάζουν πιο γρήγορα, ακριβώς γι’ αυτό μπορούν να ελέγχουν τις ορμές τους, τις όποιες ορμές τέλος πάντων έχουν. Τα αγόρια είναι αγόρια. Και οι άντρες, αιώνιοι έφηβοι. Και άλλωστε το σεξ, για τις γυναίκες, είναι μια συναισθηματικά φορτισμένη διαδικασία. «Είναι βιολογικό το θέμα, κατάλαβες ή να στο ξαναεξηγήσω;».

…κι εμείς στη μέση κούκλες πορσελάνινες  

εύθραυστες, βουβές, φουστίτσες πάνινες   

υγρά μάτια   

μια φόρτιση αιώνων τρέφεται απʼ τις σάρκες μας   

και γυμνές πορσελάνες μας αφήνει.

Γεννήθηκα στις 27/5/2000. Αυτό σημαίνει πως σήμερα, είμαι 20 χρονών. Είκοσι χρόνια σεξισμού, ποτισμένου μέχρι το μεδούλι μιας κοινωνίας σε συλλογική πλάνη. Μιας φλεγματικής κοινωνίας που όταν έρχεται αντιμέτωπη με τον συστηματικό της σεξισμό, στρουθοκαμηλίζει∙ που όταν έρχονται στην επιφάνεια τα στερεότυπα που διαιωνίζονται στους κόλπους της, είτε δεν τα αναγνωρίζει καν είτε τα αντιμετωπίζει ως εξαίρεση, ως απόρροια της μικρονοϊκής αντίληψης ορισμένων μελών της για τον κόσμο. Μια τέτοια κοινωνία, που ηδονίζεται στο άκουσμα της φράσης «έγκλημα πάθους» κι «έγκλημα τιμής»∙ που ακούει «βιασμός» και σκέφτεται συνειρμικά «ψυχολογικά προβλήματα», ξεπλένοντας με μαεστρία βιαστές, δαιμονοποιώντας ταυτόχρονα ψυχικά ασθενείς∙ μια τέτοια κοινωνία, λογικό είναι να σοκάρεται όταν κάποιος σαν τον Αντώνη Αλεξανδρίδη (και τα σκουπίδια ενίοτε φέρουν όνομα και επώνυμο),  από το βήμα ενός ούτως ή άλλως ευτελούς περιεχομένου τηλεοπτικού σόου, ισχυρίζεται πως αν δεν «αδειάσει κάθε μέρα το πακέτο του, έχει βιασμό».

Γιατί είναι μια από τις ελάχιστες φορές που στο πρόσωπο του Αντώνη η κοινωνία δεν κατόρθωσε να δει τον ψυχικά ασταθή άντρα που δεν μπορεί να ελέγξει τις ορμές του, δεν κατάφερε να δει τον μασκοφόρο επίδοξο βιαστή που θα σε στριμώξει στην πυλωτή της πολυκατοικίας σου με ένα σουγιά στο χέρι. Δεν μπόρεσε η κοινωνία να προβάλει σε έναν Κρητικό τις προ-αντιλήψεις της για τους «ξένους» και την κουλτούρα που φέρουν. Αναγκάστηκε εδώ να χρησιμοποιήσει μια ρητορική που τόσο σθεναρά κατά τα λοιπά αντιμάχεται∙ μίλησε για «κουλτούρα βιασμού», για «τοξική αρρενωπότητα» και για «ματσίλα». Μίλησε η κοινωνία για σεξισμό, για μισογυνισμό, για ακραία σεξουαλικοποίηση του γυναικείου σώματος. Παραδέχτηκε πως ορισμένες ιδέες δεν χωρούν πουθενά, σε κανένα πλαίσιο, πως σε κάποια θέματα “δε χωρά πλάκα”.

Γιατί στο πρόσωπο του Αντώνη, δεν είδαμε απλά έναν τυχαίο άντρα, που σέβεται μόνο όποια γυναίκα τον ελκύει σεξουαλικά, υποτιμώντας τις υπόλοιπες, κι αυτήν ακόμα, υπό την αίρεση ότι θα είναι διατεθειμένη να τον ικανοποιήσει σεξουαλικά, ανά πάσα στιγμή. Είδαμε ένα συμμαθητή, ένα συνάδελφο, έναν φίλο, ένα γνωστό που κάποτε διασταυρώθηκαν οι δρόμοι μας και ο οποίος εξέφρασε παρόμοιες απόψεις. Και στο πρόσωπο των συνομιλητών του, είδαμε τους εαυτούς μας. Ήρθαμε εμμέσως αντιμέτωποι με όλες τις φορές που σιωπήσαμε, που είτε δεν αντιληφθήκαμε την προβληματική φύση ενός σχολίου ή μιας κατάστασης, είτε επιλέξαμε συνειδητά να μη συγκρουστούμε. Για να μη χαλάσουμε το κλίμα, την παρέα, τη φιλική μας σχέση με κάποιον.

Η κοινωνία λοιπόν σε αυτή την περίπτωση, με ξάφνιασε θετικά. Αντέδρασε, έσπευσε να καταδικάσει. Γνωρίζω όμως καλά, πως η ίδια αυτή κοινωνία θα με απογοητεύσει ξανά. Και θα συνεχίσει να με απογοητεύει, όσο ακόμα και δηλώσεις που καταδικάζουν παρόμοια περιστατικά, συνοδεύονται, ως απόρροια μιας συμπλεγματικής ανάγκης, από τη δήλωση πως #notallmen. Από την ανάγκη να τονιστεί πως δεν είναι όλοι οι άντρες έτσι. Μια τέτοια δήλωση, λειτουργεί αποπροσανατολιστικά, συσκοτίζει το ζήτημα, έμμεσα το υποβαθμίζει, το υπογραμμίζει ως εξαίρεση. Ο εκάστοτε δηλαδή θεματοθέτης ή σχολιαστής, αναπαυτικά καθισμένος στα προνόμιά του, μην έχοντας φορέσει ποτέ ροζ σορτσάκι, μην έχοντας χρειαστεί να κρυφτεί πίσω από κάποια ζακέτα, μην έχοντας χρειαστεί να απολογηθεί για την παραβιαστική συμπεριφορά ενός άλλου προς το πρόσωπό του, αισθάνεται την ανάγκη να κάνει τη συγκεκριμένη δήλωση. Γιατί; Ώστε να διαχωρίσει τον εαυτό του από τον Αντώνη, και τον κάθε Αντώνη. Ώστε να μη χρειαστεί να κοιταχτεί στον καθρέφτη και να αναλογιστεί σε ποιο βαθμό ο ίδιος ενστερνίζεται παρόμοιες αντιλήψεις, σε ποιο βαθμό, μικρότερο ή μεγαλύτερο, είναι ένας άνδρας που φέρει πατριαρχικά κατάλοιπα ή μία γυναίκα με εσωτερικευμένο μισογυνισμό. Σε ποιο βαθμό ανέχεται ανάλογες συμπεριφορές στον περίγυρό του.

Διότι πράγματι, δεν είναι όλοι οι άντρες έτσι. Ίσως δεν είναι – κατά αισιόδοξη εκτίμηση – ούτε καν οι περισσότεροι. Είναι όμως πολλοί οι Αντώνηδες εκεί έξω. Κι ακόμα περισσότεροι είναι, είμαστε, οι συνομιλητές τους που τους ανεχόμαστε. Αν θέλουμε η κοινωνία όπου ζούμε να αλλάξει, πριν βιαστούμε να διαχωρίσουμε τον εαυτό μας από τον οποιοδήποτε, ας αναλογιστούμε αν όντως στεκόμαστε επάξια απέναντί του.