Γενιά του 2000

Μια γενιά μπερδεμένη, βορά στην αρένα της ενηλικίωσης. Με το κεφάλι ξεχαρβαλωμένο από την τόση πληροφορία, μέσα στη θύελλα της ζωής και κόντρα στον άνεμο πορεύεται, κι έτσι όπως ηδονίζεται από αυτή τη ζωή που τόσα έχει να της προσφέρει, θα ‘λεγε κανείς σχεδόν ευχάριστα της ανακατεύει ο αγέρας τα μαλλιά. Δεν έδωσε αγώνες αυτή η γενιά. Της είπατε πως τα βρήκε όλα έτοιμα κι αυτή ημιμαθής και ακάτεχη, σχεδόν σας πίστεψε – ήθελε να σας πιστέψει. Τώρα τραμπαλίζεται ανάμεσα στην πράξη και την απραξία, κι είναι το δίλημμά της αν θα μείνει αδρανής ή θα ενωθεί με κάποιο από τα κατεστημένα ποιμνιοστάσια.

Κάποτε όμως κάτι συμβαίνει, που της δείχνει το αληθινό πρόσωπο του κόσμου στον οποίο ζει. Αποκτά τότε έναν σκοπό που ξετυλίγεται και ανεμίζει σαν λάβαρο επανάστασης, που χτυπά φλέβα χρυσού σε ό,τι έχει απομείνει από τον νεανικό της ιδεαλισμό και αυτός ξυπνάει. Σαν πίνακας ιμπρεσιονιστών που δεν μπορείς να αποφασίσεις τι γεύση σου αφήνει, μέσα στην απροσδιοριστία της κι αυτή την απουσία σαφών ορίων, αποκτά τότε η γενιά μας μορφή, δένεται σ’ ένα όνειρο και ως από εφήβεια έκπληξη, επιβεβαιώνει τη νεανική της την ουσία. Γοητεύει και απογοητεύει.

«Διαλυθείτε ησύχως». Παίρνουμε λοιπόν τα παπούτσια μας στο χέρι και περπατάμε ξυπόλυτοι για να μη σας ξυπνήσουμε. Κι οι μύτες των ποδιών μας στενάζουν από το βάρος, όχι το δικό μας, μα του κόσμου όλου. Η δική σας ζωή, μια ερειπωμένη κατάληψη, ξεθωριασμένα συνθήματα σε σκισμένες αφίσες, σβησμένα τσιγάρα και άδεια μπουκάλια. Φορτώσατε τα ιδανικά σας σε μια κούρσα, τα στείλατε στο διάολο και μας διδάξατε να κάνουμε το ίδιο. Παιδιά δικά σας, γίναμε πρώτα ηχώ, μετά ήχος, για να μάθουμε εν τέλει να σωπαίνουμε. Να μην ενοχλούμε.

Μέσα σ΄ όλα, μια γενιά βαθιά σημαδεμένη από την ερωτική έλξη – μήπως αυτό έπρεπε να πω πρώτο; Ο έρωτας πάντα μας δυσκόλευε σαν έννοια και σαν συναίσθημα, ποτέ σαν πράξη. Τότε φερμουάρ που κατέβαιναν διστακτικά και άγαρμπα σε πάρκα, πλατείες, προαύλια σχολικά ή πυλωτές οικοδομών, τώρα μεθυσμένα ρούχα σε πατώματα φοιτητικών σπιτιών∙ κάνοντας έρωτα στον ήλιο. Μα για την ουσία του έρωτα πώς να γράψεις, θαρρείς και δε μου φτάνουν οι έτοιμες λέξεις και πρέπει να φτιάξω δικές μου. Όπως κάθε βίωμα, τόσο έντονο στην γόνιμη σφαίρα, σαν πας να το μεταφέρεις διά της βίας στον κόσμο της γραφής, απαλλοτριώνεται.

Αφήστε τον έρωτα εκεί που είναι, κολλημένος σε έναν τοίχο να βαριανασαίνει, κρυμμένος πίσω από μια συστάδα δέντρων ή μέσα σε ένα στούντιο είκοσι τετραγωνικών μέτρων∙ αυτός ξέρει να επιβιώνει. Τουλάχιστον αφοριστικό να μιλάμε για εφήμερους έρωτες, ενώ σαν τον Φοίνικα μόνος του ο έρωτας πεθαίνει και αναγεννιέται, από τις ίδιες του τις στάχτες. Το αντικείμενο του πόθου του μικρή σημασία έχει. Ο έρωτας είναι ίδιος, υπηρετεί την ανάγκη του εγώ μας να εκπληρωθεί μέσα σε ένα εμείς∙ άλλο το ζήτημα αν αυτό το εμείς συχνότερα είναι αμφίβολης ποιότητας και πρόσκαιρο.

Όχι, δεν εμφανίζει ομοιομορφία η γενιά μας, κι όσο κι αν προσπαθήσω να της βγάλω το ψυχογράφημα δεν θα τα καταφέρω. Μια αίσθηση μόνο διάχυτη όταν πάει η συζήτηση προς τα εκεί: δεν περνάμε καλά. Δεν περνάμε πραγματικά καλά, γιατί δεν ζούμε για εμάς, αλλά για τους άλλους. Κι όσο κλισέ κι αν ακούγεται, το επιβεβαιώνουν σε κάθε ευκαιρία κεφάλια που χορεύουν ξέφρενα μπροστά σε ένα φλας και αμέσως μετά τα βλέπεις σκυμμένα πάνω από μια οθόνη∙ αναμνήσεις στιγμών που χρειάζονται φωτογραφίες για να επιβιώσουν∙ σχέσεις χτισμένες σε μηνύματα κι όχι σ’ αγκαλιές. Έγινε ο έρωτας αυτοσκοπός και οι άνθρωποι μέσο. Προβάλλουμε τεχνηέντως μια εικόνα επίπλαστη του εαυτού μας και πασχίζουμε να της μοιάζουμε. Εξιδανικεύουμε ανθρώπους, πλάθουμε μια εικόνα γι αυτούς στο μυαλό μας, την ερωτευόμαστε κι ύστερα προσπαθούμε να τους φέρουμε στα μέτρα μας.

Λένε πως δεν υπάρχει ευτυχισμένη ζωή, μόνο χαρούμενες στιγμές. Εγώ πιστεύω ότι δεν μπορεί παρά να είναι ευτυχισμένη η ζωή όταν είναι συναρμοσμένη από πολλές χαρούμενες στιγμές. Και θα έρθουν πράγματι πολλές τέτοιες στη ζωή όλων μας. Πολλοί άνθρωποι θα έρθουν να μας ζητήσουν φωτιά και με πολλούς ίσως μοιραστούμε ένα τσιγάρο. Πολλά μέρη θα εξερευνήσουμε, αν αυτό το θέλουμε πραγματικά και δεν το αποζητά απλώς το feed μας στα σόσιαλ. Και τα λάθη που κάναμε, σε κάθε ολίσθημα οδυνηρό της παραπραξίας μας, ή οι άνθρωποι που μας πλήγωσαν, θα πάψουν να μας στοιχειώνουν και θα μείνουν στο παρελθόν. Και τον εαυτό μας θα τον αγαπήσουμε. Γιατί είμαστε νέοι. Και θα γίνουμε σοφότεροι.

Πιστεύω σε μια Γενιά, Μητέρα, Παντοκράτειρα. Μια γενιά που δεν βρήκε τίποτα έτοιμο, που δεν έζησε τα χρόνια της πλασματικής ευμάρειας και ενδεχομένως να μην τα ζήσει και ποτέ. Που με μηδενικό υπόλοιπο στην τράπεζα των αξιών σας επενδύει σε ιδέες. Δεν ψάχνει να κρατηθεί από προσχήματα, κλείνει τα αυτιά σε αφηρημένες διακηρύξεις. Στα χρόνια της νεότητας με την υπερένταση στο ζενίθ, μέσα σε όλα της τα πάθη δε σταματά να ονειρεύεται και να δημιουργεί. Αυτή η γενιά θα βρεθεί, αργά η γρήγορα, στη σωστή πλευρά της ιστορίας.

Comments are closed.